Λέξη: κρίσιμος
Σχετικές λέξεις: κρίσιμος
κρίσιμος συνώνυμο, κρίσιμος αριθμός reynolds, κρίσιμος αριθμός reynolds για περίπτωση ανοικτού και κλειστού αγωγού, κρίσιμος συνώνυμα
Συνώνυμα: κρίσιμος
αποφασιστικός, σταυροειδής, καίριος, οξύς, αυστηρός, επικριτικός, κριτικός, άκρος, της κλίμακος, κλιμακτήριος, κλιμακτηρικός
Μεταφράσεις: κρίσιμος
κρίσιμος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
crucial, critical, a critical, a crucial
κρίσιμος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
crucial, crítico, crítica, fundamental, críticos, críticas
κρίσιμος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kritisch, entscheidend, wichtigste, kritischen, kritische, kritischer
κρίσιμος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
crucial, clé, déterminant, décisif, critique, essentiel, critiques, essentielle
κρίσιμος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
critico, critica, fondamentale, critiche, critici
κρίσιμος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
crítico, crítica, fundamental, críticos, críticas
κρίσιμος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beslissend, kritisch, kritiek, kritische, kritieke, cruciaal
κρίσιμος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
критический, критичный, горнило, критической, критическая, критического, критическим
κρίσιμος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kritisk, kritiske, avgjørende, viktig
κρίσιμος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kritisk, kritiska, kritiskt, avgörande
κρίσιμος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tärkeä, ratkaiseva, kriittinen, kriittisen, kriittisiä, kriittistä, kriittisten
κρίσιμος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kritisk, kritiske, afgørende, vigtigt, vigtig
κρίσιμος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kritický, klíčový, rozhodující, kritické, kritická, zásadní
κρίσιμος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zasadniczy, kluczowy, węzłowy, decydujący, rozstrzygający, pierwszoplanowy, krytyczny, istotny, krytyczne, krytyczna, krytycznym
κρίσιμος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
válságos, kritikus, kritikai, a kritikus, létfontosságú, fontos
κρίσιμος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kritik, eleştirel, önemli, kritik bir, önemlidir
κρίσιμος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
критичний, вирішальний, критичного, критичну
κρίσιμος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kritik, kritike, rëndësishme, e rëndësishme, vendimtare
κρίσιμος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
критичен, критична, критично, критични, критичната
κρίσιμος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
крытычны
κρίσιμος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ülioluline, kriitiline, kriitilise, kriitiliste, kriitilised, kriitilist
κρίσιμος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
krunice, kritičan, kritična, kritične, kritični, kritično
κρίσιμος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mikilvægt, gagnrýninn, afgerandi, mikilvæg, sköpum
κρίσιμος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kritinis, kritiškai, kritinė, svarbus, svarbi
κρίσιμος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kritisks, kritiska, kritiski, kritiskā, kritisku
κρίσιμος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
критична, критичните, критичко, критични, критички
κρίσιμος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
critic, critică, critice, critica, esențială
κρίσιμος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kritična, kritično, kritičen, kritične, kritični
κρίσιμος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kritický, kritické, kriticky, rozhodujúci, kritického
Τυχαίες λέξεις