Grundbesitz στα ελληνικά

Μετάφραση: grundbesitz, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιουσία, ιδιοκτησία, ιδιότητα, ιδιοκτησίας, ακίνητο
Grundbesitz στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • absenz στα ελληνικά - απουσία
  • andächtig στα ελληνικά - ευσεβής, πιστός, ταπεινός, ευλαβική, ευλαβή, reverent
  • biographisch στα ελληνικά - βιογραφικός, βιογραφικά, βιογραφικό, βιογραφικές, βιογραφική
  • buchgelehrte στα ελληνικά - Βιβλίο, Κάντε κράτηση, Book, Βιβλίου, κράτηση
Τυχαίες λέξεις
Grundbesitz στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιουσία, ιδιοκτησία, ιδιότητα, ιδιοκτησίας, ακίνητο