Περιουσία στα γερμανικά

Μετάφραση: περιουσία, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
domäne, attribut, gutshof, eigentum, herrschaft, grundbesitz, besitz, besitztum, eigenschaft, anwesen, grundstück, Immobilien, Eigenschaft, Eigentum, Haus, Objekt
Περιουσία στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: περιουσία

περιουσία εκκλησίας ελλάδος, περιουσία μαρινάκη, περιουσία του μακαριστού χριστόδουλου, περιουσία μελισσανίδη, περιουσία της εκκλησίας, περιουσία λεξικό γλώσσας γερμανικά, περιουσία στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • περιορισμένος στα γερμανικά - endliche, teilüberdeckung, eingeschränkt, beschränkt, begrenzt, eingeschränkten, eingeschränkte
  • περιορισμός στα γερμανικά - einengung, begrenzung, einschränkung, beschränkung, restriktion, verjährung, Einschränkung, ...
  • περιοχή στα γερμανικά - gau, domäne, bezirk, flächeninhalt, landstrich, kugel, kreis, ...
  • περιπέτεια στα γερμανικά - riskieren, abenteuer, Abenteuer, Erlebnis
Τυχαίες λέξεις
Περιουσία στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: domäne, attribut, gutshof, eigentum, herrschaft, grundbesitz, besitz, besitztum, eigenschaft, anwesen, grundstück, Immobilien, Eigenschaft, Eigentum, Haus, Objekt