Gruppierung στα ελληνικά
Μετάφραση: gruppierung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συγκρότημα, σύναξη, συναρμολόγηση, σύμπλεγμα, ομάδα, συρροή, συσσώρευση, όμιλος, ομαδοποίηση, ομίλου, ομάδας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bangemacher στα ελληνικά - σπερμοφόρος, κινδυνολογία, κινδυνολογίες, κινδυνολογικές, κινδυνολόγος
- betitelt στα ελληνικά - με τίτλο, τίτλο, με τον τίτλο, τίτλου, του τίτλου
- bürokratie στα ελληνικά - γραφειοκρατία, γραφειοκρατίας, της γραφειοκρατίας, τη γραφειοκρατία, η γραφειοκρατία
- dekor στα ελληνικά - ντεκόρ, διακόσμηση, διακοσμητικές, διάκοσμο, διακόσμηση του
Τυχαίες λέξεις
Gruppierung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συγκρότημα, σύναξη, συναρμολόγηση, σύμπλεγμα, ομάδα, συρροή, συσσώρευση, όμιλος, ομαδοποίηση, ομίλου, ομάδας
Μεταφράσεις: συγκρότημα, σύναξη, συναρμολόγηση, σύμπλεγμα, ομάδα, συρροή, συσσώρευση, όμιλος, ομαδοποίηση, ομίλου, ομάδας