Λέξη: στέλεχος

Σχετικές λέξεις: στέλεχος

στέλεχος ασφαλείας προσώπων & υποδομών, στέλεχος διοίκησης και οικονομίας στον τομέα του τουρισμού, στέλεχος τεχνολογίας & ελέγχου τροφίμων και ποτών, στέλεχος στα αγγλικά, στέλεχος υπηρεσιών αερομεταφοράς, στέλεχος διοίκησης και οικονομίας στον τομέα του πολιτισμού, στέλεχος τουριστικών επιχειρήσεων, στέλεχος υπηρεσιών ασφαλείας, στέλεχος διοίκησης και οικονομίας, στέλεχος μηχανογραφημένου λογιστηρίου - φοροτεχνικού γραφείου

Συνώνυμα: στέλεχος

μίσχος, κορμός, κοτσάνι, πρώρα πλοίου, απομεινάρι, στέλεχος διπλοτύπου, στύλος, αχτίδα, κοντάρι, ράβδος, άξων, βέλος, στοκ, μετοχή, γένος, ζώα, στέλεχος αποδείξεων

Μεταφράσεις: στέλεχος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
stem, officer, member, stalk, stub, shaft, strain
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
policía, miembro, tema, pie, funcionario, oficial, pene, pezón, tallo, socio, ...
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
offizier, stab, glied, halm, hauptlinie, pirschjagd, hülse, bug, stange, notenhals, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
thème, fût, cheminer, pénis, venir, affiliée, fonctionnaire, pétiole, dépister, officier, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
membro, pene, socio, asta, fusto, funzionario, tronco, poliziotto, arginare, stelo, ...
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
caule, escritório, cidadão, empregado, tronco, polícia, haste, policial, oficial, boi, ...
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
penis, officier, politieagent, steel, schacht, schrijden, lid, halm, lidmaat, stam, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
полисмен, шествовать, подкрадывание, ножка, нос, служащий, таможенник, представитель, партнер, стебель, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
embetsmann, lem, politimann, medlem, ledd, stilk, politikonstabel, stengel, stem, stammen, ...
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lem, officer, tjänsteman, polis, stjälk, ledamot, stam, medlem, stammen, skaftet, ...
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
olki, virkailija, piipunvarsi, varsi, kalu, oksa, korsi, upseeri, alkio, osanottaja, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
penis, officer, stængel, stamme, politibetjent, medlem, stilk, stamceller, stilken, stammen
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vystopovat, stopka, prvek, člen, peň, nožička, článek, úd, lodyha, košťál, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
źdźbło, hamować, człon, trzon, szypułka, tamować, przeciwstawiać, łodyga, poseł, czaić, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
katonatiszt, cserkészés, tiszt, kocsány, nemzetség, testrész, végtag, szár, őssejtek, szárat, ...
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
penis, organ, üye, uzuv, kamış, kök, sapı, sap, gövde, stem
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стовбур, чиновник, волокнистий, затримувати, роде, стрижень, службовець, прямувати, ніс, ніжка, ...
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
anëtar, temë, pjesëtar, oficer, kërcell, rrjedhin, burimore, staminale, embrionale
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пенис, член, чиновник, стебло, ствол, стволови, стъбло, на стволови
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
нага, ствол, сцябло, сцябліна, стебель
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
luurama, tüvi, jälitama, ohvitser, kõmpima, liige, varretaoline, vöörtääv, vars, varre, ...
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
stablo, ud, stabljika, drška, članice, držak, zastupnik, deblo, pramac, činovnik, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
herforingi, stilkur, stofnfrumna, stofnfrumuígræðslu, stofnfrumustofhsins í, stofnfrumustofhsins
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
policininkas, kotas, varpa, stiebas, kamieninių, kamienas, stiebo
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
stumbrs, policists, stublājs, penis, kāts, cilmes, stumbra, mātes
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
стем, матични, матичните, стеблото, на матични
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
penis, membru, poliţist, tulpină, tijă, stem, tijei, tulpina
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
policista, stéblo, článek, člen, referent, steblo, izvornih, stebla, matičnih, zarodnih
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
stvol, referent, stonka, člen, stonku, stonky, stopka

Στατιστικά δημοτικότητας: στέλεχος

Τυχαίες λέξεις