Λέξη: λεωφόρος

Σχετικές λέξεις: λεωφόρος

λεωφόρος κηφισίας 280 χαλανδρι 152 32 αθήνα ελλάδα, λεωφόρος αλεξάνδρας, λεωφόρος αθηνών 24 αχαρνές, λεωφόρος συγγρού 107-109, λεωφόρος μεσογείων 138 και κατεχάκη, λεωφόρος δημοκρατίας 67a ίλιον, λεωφόρος βουλιαγμένης 22, λεωφόρος βουλιαγμένης & θράκης 1, λεωφόρος μεσογείων 154, λεωφόρος αλεξάνδρας 31β & μουστοξύδη, λεωφόρος συγγρού, λεωφόρος μεσογείων

Μεταφράσεις: λεωφόρος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
avenue, boulevard, Leoforos, mall, highway
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
avenida, carrera, avenue, la Avenida, vía, camino
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anfahrt, allee, straße, zufahrt, boulevard, Allee, avenue, Weg, Straße
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
allée, rue, trajet, route, boulevard, chemin, voie, avenue, l'avenue
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
viale, avenue, strada, via
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
avenida, Avenue, via, Av
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
laan, singel, boulevard, dreef, avenue, weg, straat, de Avenue
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
средство, проспект, путь, дорога, аллея, бульвар, Avenue, авеню
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
allé, avenue, avenyen, vei, aveny, gaten
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avenue, avenyn, aveny, väg, allén
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
katu, bulevardi, puistokatu, väylä, tie, puistotie, Avenue, kadulla, Ave, Street
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
allé, avenue, vej, alléen
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
stromořadí, třída, alej, ulice, cesta, avenue, bulvár
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
aleja, ulica, droga, uliczka, avenue, alei, Street
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fasor, sugárút, Avenue, sugárúton, út, sugárútján
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
cadde, avenue, mezra, Caddesi, yol
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дорога, шлях, кошти, алея, засіб, проспект, путь, пр
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rrugë, AVENUE, rrugë e, rrugë për, bulevardi
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
проспект, път, булевард, Avenue, Авеню, улица
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
праспект, проспект, праспэкт, прасьпект
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
avenüü, tee, puiestee, Avenue, pst
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
avenija, drvored, način, put, Avenue, avenije
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Avenue, CAM, Avenue til, STREET
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
alėja, Avenue, prospektas, būdas, prospekto
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
avēnija, aleja, gatve, avenue
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
авенија, авенијата, булевар, Avenue, авенија во Њујорк
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bulevard, cale, avenue, bulevardul, cale de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bulvár, ulica, avenue, pot, drevored, Avenija, aveniji
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bulvár, avenue

Στατιστικά δημοτικότητας: λεωφόρος

Τυχαίες λέξεις