Haltlos στα ελληνικά

Μετάφραση: haltlos, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανερμάτιστος, ασταθής, αβάσιμος, ανυπόστατος, αβάσιμες, αβάσιμη, αβάσιμοι
Haltlos στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • arbeitsunfähigkeit στα ελληνικά - αναπηρία, αναπηρίας, την αναπηρία, ανικανότητας, της αναπηρίας
  • aufgeweckt στα ελληνικά - συναγερμός, συναγερμού, προειδοποίησης, ειδοποίησης, ειδοποίηση
  • betastet στα ελληνικά - άγγιξε, αγγίξει, επαφή, αγγιχτεί, έθιξε
Τυχαίες λέξεις
Haltlos στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανερμάτιστος, ασταθής, αβάσιμος, ανυπόστατος, αβάσιμες, αβάσιμη, αβάσιμοι