Λέξη: τρέξιμο
Σχετικές λέξεις: τρέξιμο
τρέξιμο για κάψιμο λίπους, τρέξιμο για αρχάριους, τρέξιμο ονειροκρίτης, τρέξιμο στην αθήνα, τρέξιμο στο διάδρομο, τρέξιμο με βάρη, τρέξιμο οφέλη, τρέξιμο και αδυνάτισμα, τρέξιμο πάτρα, τρέξιμο στην άμμο
Συνώνυμα: τρέξιμο
δρόμος, καριέρα, σταδιοδρομία, επάγγελμα, στάδιο, τρέχων
Μεταφράσεις: τρέξιμο
τρέξιμο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
running, run, running on, jogging, the run
τρέξιμο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
funcionamiento, marcha, corriente, correr, consecutivo
τρέξιμο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
versuch, arbeitsgang, laufend, rennen, lauf, gang, Laufen, Betrieb, Lauf, Rennen
τρέξιμο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
envoler, courant, cours, fonctionnement, continu, mobile, exploitation, marche, roulant, administration, course, gestion, cours d'exécution
τρέξιμο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
corsa, funzionamento, marcia, gestione, corrente
τρέξιμο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
corrida, funcionamento, corredor, em execução, running
τρέξιμο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
loop, lopend, lopen, lopende, running, stromend
τρέξιμο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бег, прогон, водопровод, движение, работа, ход, подряд, беготня, беганье, пробег, бега
τρέξιμο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
løping, løpe, kjører, rennende, drift
τρέξιμο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
löpning, rinnande, igång, kör, driften
τρέξιμο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuljetus, juoksu, käynti, toimiva, juokseva, käynnissä, käyttöolosuhteet, juokseviin
τρέξιμο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kører, drift, driften, kørende, løb
τρέξιμο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
průběžný, běžící, pojízdný, běh, chod, běží, chodu
τρέξιμο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kursowanie, kierowanie, jazda, gospodarzenie, bieganie, bieg, wyścigi, running, prowadzenie
τρέξιμο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szaladó, csepegés, csorgás, kezelés, járatás, futó, futás, működési, üzemeltetési, fut
τρέξιμο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
koşu, çalışan, çalışma, işletme, çalıştıran
τρέξιμο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
хід, ходе, рух, біг, пробіг, пробег
τρέξιμο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vrap, vrapim, drejtimin, running, drejtimin e, rrjedhshëm
τρέξιμο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бягане, движение, работа, тичане, течаща
τρέξιμο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
стопень, прабег
τρέξιμο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
jooksev, ladus, kandideerimine, jooksmine, töötab, jooksvate, jooksvad
τρέξιμο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
radnja, pokrenut, uključen, trka, rad, curenje, pokretanje, radi, propuštanje, trčanje, trčeći, kretanje, uhodavanje, trčanja, za uhodavanje, uhodavanja
τρέξιμο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kapphlaup, gangi, keyra, í gangi, hlaupandi, að keyra
τρέξιμο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
bėgimas, veikia, važiavimo, veikimas, bėgimo
τρέξιμο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
skriešana, darbojas, braukšanas, ekspluatācijas, gaitas
τρέξιμο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
работи, трчање, водењето, водење, ред
τρέξιμο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
curs, funcționare, rulare, de rulare, de funcționare, rulează
τρέξιμο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tek, teče, teka, vožnjo, vožnje
τρέξιμο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
chod, beh