Ανερμάτιστος στα γερμανικά
Μετάφραση: ανερμάτιστος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
haltlos, unstabil, anermatistos
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανερμάτιστος
ανερμάτιστος λεξικό, ανερμάτιστος ετυμολογία, ανερμάτιστος συνώνυμο, ανερμάτιστος ορισμός, ανερμάτιστος σημασία, ανερμάτιστος λεξικό γλώσσας γερμανικά, ανερμάτιστος στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- ανεπιθύμητος στα γερμανικά - unerwünscht, lästig, unwillkommen, unwillkommene, unwillkommenen, unliebsame
- ανεργία στα γερμανικά - arbeitslosigkeit, Arbeitslosigkeit, Arbeitslosen, Arbeitslosenquote, die Arbeitslosigkeit
- ανερχόμενος στα γερμανικά - kommenden, bevorstehende, kommende, bevorstehenden, nächsten
- ανεφοδιάζω στα γερμανικά - anefodiazo
Τυχαίες λέξεις
Ανερμάτιστος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: haltlos, unstabil, anermatistos
Μεταφράσεις: haltlos, unstabil, anermatistos