Heiterkeit στα ελληνικά
Μετάφραση: heiterkeit, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διέγερση, γαλήνη, ευφροσύνη, φαιδρότητα, κέφι, ευθυμία, cheerfulness, το κέφι
Μεταφράσεις
- abgeleitet στα ελληνικά - παράγωγος, που προέρχονται, προέρχεται, που προέρχεται, προέρχονται, προερχόμενα
- ausgelöst στα ελληνικά - ενεργοποιείται, ενεργοποιούνται, ενεργοποιηθεί, πυροδότησε, προκάλεσε
- ausländisch στα ελληνικά - εξωτερικός, ξένος, υπερπόντιος, αλλοδαπός, ξένων, ξένες, ξένο
- beschlagnagel στα ελληνικά - ιπποτροφείο, κουμπί, καρφί, stud, γενεαλογικό, γενεαλογικά, ορθοστάτη, ...
Τυχαίες λέξεις
Heiterkeit στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διέγερση, γαλήνη, ευφροσύνη, φαιδρότητα, κέφι, ευθυμία, cheerfulness, το κέφι
Μεταφράσεις: διέγερση, γαλήνη, ευφροσύνη, φαιδρότητα, κέφι, ευθυμία, cheerfulness, το κέφι