Λέξη: ξάρτια

Σχετικές λέξεις: ξάρτια

ξάρτια ουσιαστικό

Μεταφράσεις: ξάρτια

ξάρτια στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
rigging, the rigging, a rigging, rigging of

ξάρτια στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
jarcia, aparejo, aparejos, de aparejos, rigging, manipulación de

ξάρτια στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
takelage, Takelage, Takelung, Rigg, Gut, Takelwerk

ξάρτια στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cordages, agrès, cordage, gréement, gréage, de gréage, de gréement, rigging

ξάρτια στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sartiame, costruttore, rigging, manovre, attrezzamento

ξάρτια στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cordame, rigging, aparelhamento, de rigging, equipar

ξάρτια στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tuigage, optuigen, rigging, optuigen van, verstaging

ξάρτια στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
оснастка, такелаж, снаряжение, фальсификации, такелажное, подтасовке

ξάρτια στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rigging, rigg, rigge, å rigge

ξάρτια στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rigg, riggning, vant, rigging

ξάρτια στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
takila, vantti, takilaa, takilat, manipuloimasta

ξάρτια στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rigning, svindle, rigge, manipulere med, rigging

ξάρτια στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
výstroj, lanoví, takeláž, rigging, lodní výstroj, takelážní

ξάρτια στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
takielunek, olinowanie, osprzęt, osprzętu, olinowania

ξάρτια στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
árbocozat, vitorlázat, kötélzet, felszerelés, kötélzeti, árbocozatot, összejátszás

ξάρτια στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
arma, donanım, armalar, rigging, hile

ξάρτια στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ригель, такелаж

ξάρτια στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
direkë, litarë, manipulim, manipulim të, për manipulim

ξάρτια στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
снаряжение, облекло, такелаж, манипулиране, такелажа

ξάρτια στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
такелаж

ξάρτια στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
taglas, sahkerdamine, sulivõtted, taglastamine, taglasest, Mahhinatsioonid

ξάρτια στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
snast, lažiranje, namještanje, rigging, snasti koji, snasti

ξάρτια στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
rigging, reiða

ξάρτια στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
takelažas, takelažui, takelažo, klastojimą, takelažą

ξάρτια στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
takelāža, takelāžas, takelāžu, kustīgo takelāžu, nivelēšana

ξάρτια στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
местење, местење на, монтирање

ξάρτια στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
echipare, tachelaj, etansare, fraudarea, trucate

ξάρτια στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vrvje, vrvja, premično vrvje, rigging, nepremično vrvje

ξάρτια στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
výstroj, vybavení, sklon, lán, povrazov, lanovia, lanovie
Τυχαίες λέξεις