Heizung στα ελληνικά

Μετάφραση: heizung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκπυρσοκρότηση, θερμαίνω, ζεσταίνω, ζέστη, θέρμανση, θέρμανσης, θερμάνσεως, τη θέρμανση, θερμαντικό
Heizung στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • beiworte στα ελληνικά - επίθετα, επιθέτων, επίθετα που, epithets, επιθέτων που
  • bekleidet στα ελληνικά - Ντυμένη, ντυμένου, Ντυμένος, ενδεδυμένη
  • damast στα ελληνικά - δαμασκός, δαμασκηνό, damask, δαμασκηνά, δαμασκηνό ύφασμα
  • des στα ελληνικά - της, του, των, από τα, από τις
Τυχαίες λέξεις
Heizung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκπυρσοκρότηση, θερμαίνω, ζεσταίνω, ζέστη, θέρμανση, θέρμανσης, θερμάνσεως, τη θέρμανση, θερμαντικό