Λέξη: ορθώνω
Μεταφράσεις: ορθώνω
ορθώνω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
erect, good, rises, of good, TO GOOD
ορθώνω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
edificar, derecho, construir, bueno, buen, bien, buena, buenas
ορθώνω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aufbauen, steif, stramm, vertikal, gut, gutes, gute, guten, guter
ορθώνω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ingénu, redresser, placer, mettre, érigent, érigeons, bâtir, érigez, élever, lever, poser, debout, fonder, édifier, construire, direct, bon, bonne, bien, bonnes, une bonne
ορθώνω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fabbricare, diritto, rizzare, costruire, buono, bene, buona, buon, buone
ορθώνω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
erigir, eliminador, bom, bem, boa, boas, bons
ορθώνω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
inrichten, oprichten, stichten, goed, goede, een goede, good
ορθώνω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
воздвигать, возводить, воздвигнуть, вертикальный, прямой, возвести, водружать, поднятый, нагородить, ощетинившийся, соорудить, водрузить, сооружать, хорошо, хороший, хорошая, хорошим, хорошей
ορθώνω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
oppføre, reise, god, bra, godt, gode, good
ορθώνω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bygga, uppföra, bra, god, goda, gott
ορθώνω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rakentaa, suora, pystyssä, perustaa, pysty, hyvä, hyvää, hyvän, hyviä, hyvät
ορθώνω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
god, godt, gode, en god
ορθώνω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přímý, založit, napřímit, vzpřímit, kolmý, postavit, vztyčit, zpříma, zřídit, rovný, budovat, zbudovat, vystavět, vybudovat, svislý, dobrý, dobře, dobrá, dobré, dobrou
ορθώνω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zbudować, montować, budować, wznieść, naprostować, wznosić, składać, prosty, stojący, wyprostowany, nastroszyć, stawiać, dobry, dobro, dobre, dobra, dobrze
ορθώνω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
jó, a jó, jó ár, jól, helyes
ορθώνω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
iyi, iyi bir, good, güzel
ορθώνω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спорудити, вертикальний, прямий, споруджувати, добре, гарно
ορθώνω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ngre, mirë, i mirë, e mirë, të mirë, mira
ορθώνω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
добър, добро, добре, добра, добри
ορθώνω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
добра, хорошо
ορθώνω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
püstitama, seisev, jäik, hea, head, heade, häid, heas
ορθώνω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odignuti, zidati, prav, dobro, dobar, dobra, loptu, dobre
ορθώνω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gott, góð, góður, vel, góða
ορθώνω στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
molior
ορθώνω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
geras, gera, gerai, geros, gerą
ορθώνω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
labs, labi, laba, ir laba, labu
ορθώνω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
добро, добар, добра, добри, добрите
ορθώνω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vertical, bun, bine, bună, buna, bune
ορθώνω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
postavit, dobra, dober, dobro, dobri, dobre
ορθώνω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dobrý, dobré
Τυχαίες λέξεις