Λέξη: κοινοτυπία

Σχετικές λέξεις: κοινοτυπία

κοινοτυπία ορισμός, κοινοτυπία λεξικό, κοινοτυπία ετυμολογία, κοινοτυπία ή κοινοτοπία

Συνώνυμα: κοινοτυπία

φανερή αλήθεια, παλαιά αλήθεια

Μεταφράσεις: κοινοτυπία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
platitude, truism, banality, commonplace, commonality, the banality
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
perogrullada, truismo, truismo que, del truismo, axioma
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Binsenweisheit, Binsenwahrheit, Gemeinplatz
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
banalité, platitude, phrase, truisme, lapalissade, truisme de, truisme de dire
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
truismo, verità lapalissiana, ovvio, assioma, luogo comune
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
truísmo, obviedade, obviedade da, da obviedade, obviedade que
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gemeenplaats, truïsme, truïsme kenmerken
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
трюизм, банальность, пошлость, плоскость, избитость, трюизмом, прописная истина, Общеизвестно
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
truism, selvinnlysende sannhet, selvinnlysende, truisme, selvinnlysende ting som
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
truism, truismen, självklarhet, självklar sanning
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
latteus, itsestään selvä asia, truismi, truismista, truism, itsestään selvää
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
floskel, selvfølgelighed, sandhed, banal sandhed
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
plochost, mělkost, banalita, všednost, fráze, otřepaná pravda, truismus, pravdou, truism
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
banał, płaskość, płytkość, frazes, truizm, truizmem
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
közhely, közhelynek tűnik, közhelyre
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
herkesin bildiği gerçek, herkesin bildiği, bilinen gerçek, herkesçe bilinen, doğruluğu kabul edilmiş önerme
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
платина, трюїзм
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
e vërtetë e rëndomtë, vërtetë e rëndomtë, vërtetë e rëndomtë e
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
баналност, всеизвестна истина, банално, очевидно нещо
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
труізм
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
banaalsus, Turism, Iseenesestmõistetavust, aabitsatõde, käibetõeks
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izreka, istina, truizam, očevidnost, svakidašnji izraz
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
truism
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
triuizmas, Banał, Truizm, Banalność
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
truism
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
баналност, Очигледната вистина, факт, очигледно нешто, очигледна вистина
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
truism, truism faptul
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Očevidnost, obrabljena fraza
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
banalita, otrepaná, otrepané, ochytaná, rozstrapkané
Τυχαίες λέξεις