Hilflos στα ελληνικά
Μετάφραση: hilflos, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανήμπορος, ανίκανος, αβοήθητος, αβοήθητοι, ανίσχυροι, αβοήθητο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abgehalten στα ελληνικά - χειρός, κρατούμενη, φορητά
- aufsehen στα ελληνικά - αίσθημα, αίσθηση, κοιτάζω προς τα πάνω, αναζήτηση, αναζητήσετε, να αναζητήσετε, την αναζήτηση
- bühnenkunst στα ελληνικά - στάδιο, φάση, σταδίου, το στάδιο, σκηνή
- doktrinär στα ελληνικά - δογματικός, δογματική, δογματικό, δογματικοί, δογματικούς
Τυχαίες λέξεις
Hilflos στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανήμπορος, ανίκανος, αβοήθητος, αβοήθητοι, ανίσχυροι, αβοήθητο
Μεταφράσεις: ανήμπορος, ανίκανος, αβοήθητος, αβοήθητοι, ανίσχυροι, αβοήθητο