Λέξη: επιτρεπτός

Συνώνυμα: επιτρεπτός

επιτρεπόμενος, παράδεκτος, αποδεκτός, ανεκτός

Μεταφράσεις: επιτρεπτός

επιτρεπτός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
admissible, allowable, permissible, permitted, hourly amount of admissible

επιτρεπτός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
admisible, permisible, permitido, permitida, admisible de

επιτρεπτός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zulässig, zulässigen, zulässige, zulässiger, erlaubten

επιτρεπτός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
acceptable, plausible, permis, licite, admissible, autorisée, permise, admissibles, autorisé

επιτρεπτός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ammissibile, consentito, consentita, ammessa, ammesso

επιτρεπτός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
permissível, admissível, permitido, permitida, admissível de

επιτρεπτός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toelaatbaar, geoorloofd, toegestane, toelaatbare, toegelaten

επιτρεπτός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
допустимый, приемлемый, допустимая, допустимое, допустимого, допустимой

επιτρεπτός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tillatte, atte, tillatt, tillatelig, kravet

επιτρεπτός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tillåten, tillåtna, tillåt, tillåtet

επιτρεπτός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sallittava, suotava, sallittu, sallitun, sallitut, sallittujen, sallituista

επιτρεπτός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tilladte, tilladt, tilladelige, tilladelig, tillades

επιτρεπτός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přípustný, povolený, dovolený, přijatelný, přípustná, přípustné, povolená

επιτρεπτός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dopuszczalny, dopuszczalna, dopuszczalne, dopuszczalnego, dozwolona

επιτρεπτός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
beválasztható, elfogadható, felfogadható, alkalmazható, megengedhető, megengedett, kifogható, engedélyezett, a megengedett

επιτρεπτός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
izin verilebilir, izin verilen, izin, kabul edilebilir, müsaade

επιτρεπτός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
припустимий, допустимий, прийнятний, допустима, допустиму

επιτρεπτός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i lejueshëm, lejueshme, e lejueshme, të lejueshme, lejuar

επιτρεπτός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
допустим, допустимо, допустимото, допустима, допустимата

επιτρεπτός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дапушчальны, дапушчальная, дапушчальную

επιτρεπτός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lubatav, mööndav, lubatud, lubatava, lubatavat, lubatavast

επιτρεπτός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dopustivi, prihvatljiv, dozvoljen, dopustiv, dopušten, dopuštena, dopušteni, dopušteno

επιτρεπτός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
leyfilegt, leyfilegur, leyfilega, leyfileg, leyfilegu

επιτρεπτός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
leistinas, leistina, leidžiamas, leidžiamos, leidžiama

επιτρεπτός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pieļaujamais, pieļaujamā, pieļaujamo, pieļaujams, pieļaujama

επιτρεπτός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
дозволен, дозволените, дозволена, дозволениот, дозволената

επιτρεπτός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
admisibil, admisibilă, permisă, admisă, admisibile

επιτρεπτός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dovoljeni, dovoljena, dopustna, dovoljen, dopustno

επιτρεπτός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prípustný, povolený, prípustné, prípustná, je prípustný
Τυχαίες λέξεις