Λέξη: φράκτης

Σχετικές λέξεις: φράκτης

πλαστικός φράχτης, ξύλινος φράχτης, ηλεκτρικός φράχτης, φράκτης υπερύθρων, φράκτης απορρόφησης ενέργειας, φράχτης κήπου, πράσινος φράκτης, φράχτης στον έβρο, φράκτης από συνθετικό χόρτο

Συνώνυμα: φράκτης

κλεπταποδόχος

Μεταφράσεις: φράκτης

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
hedge, fence, barrier, fence is
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
seto, cerca, cercar, valla, valla de, la cerca, cerca de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
meiden, hecke, ausweichen, Zaun, fence, Zauns
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
assurer, clôturer, haie, enclore, barrière, clôture, la clôture, une clôture, fence
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
barriera, siepe, recinto, staccionata, recinzione, recinto di, fence
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sebes, cerca, cerca de, vedação, muro, da cerca
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
steg, heg, haag, hek, omheining, schutting, fence, afrastering
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
преграда, ограда, изгородь, верша, препятствие, забор, ограждение, забором, забора
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hekk, gjerde, gjerdet, fence
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
staket, stängsel, stängslet, staketet, taket
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pakoilla, aidoittaa, aidata, välttää, pensasaita, aita, aidan, fence
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hegn, hegnet, fence
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hranice, zeď, bariéra, překážka, hráz, ohrazovat, zabezpečit, plot, oplocení, plotu, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szpaler, ogrodzenie, żywopłot, unik, zabezpieczenie, płot, ogrodzenia, fence, ogrodzeniem
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kordon, kerítés, kerítésen, kerítéssel, kerítést, fence
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çit, fence, çiti, parmaklık
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вершачи, огорожа, живопліт, паркан, забір, огорожу, забор
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gardh, gardhit, rrethoja, gardhi, gardhin
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ограда, оградата, преграда, ограда от
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
плот, агароджу, забор, агароджа, паркан
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hekk, ettevaatusabinõu, vältima, tara, aia, aed, aiaga
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ograda, ograde, ogradom, ograda od, fence
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
girðing, girðingar, girðingarinnar, girða, girðingu
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
saepe
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gyvatvorė, tvora, tvoros, tvorą, fence
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dzīvžogs, žogs, Fence, žogu, žoga, sēta
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ограда, оградата, огради, плот
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
gard, gard de, de gard, gardul, garduri
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ograja, ograje, ograjo, fence, vodilo
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
plot, plat
Τυχαίες λέξεις