Hypothek στα ελληνικά
Μετάφραση: hypothek, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποθηκεύω, υποθήκη, Δανείου, υποθηκών, υποθήκης, ενυπόθηκων δανείων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- arbeitswütige στα ελληνικά - εργασιομανής, workaholic, εργασιομανή, εργασιομανείς
- ausschlüsse στα ελληνικά - αποκλεισμοί, αποκλεισμούς, αποκλεισμών, οι αποκλεισμοί, αποκλεισμοί που
- bäckereien στα ελληνικά - Φούρνοι, αρτοποιεία, αρτοποιεία Φούρνοι, Αρτοποιία, αρτοποιείων
- demütigung στα ελληνικά - εξευτελισμός, ταπείνωση, διασυρμός, ταπείνωσης, εξευτελισμό, την ταπείνωση, ταπεινώσεις
Τυχαίες λέξεις
Hypothek στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποθηκεύω, υποθήκη, Δανείου, υποθηκών, υποθήκης, ενυπόθηκων δανείων
Μεταφράσεις: υποθηκεύω, υποθήκη, Δανείου, υποθηκών, υποθήκης, ενυπόθηκων δανείων