Λέξη: εισόδημα

Σχετικές λέξεις: εισόδημα

εισόδημα από ενοίκια, εισόδημα από ατομ. επιχ. παροχής υπηρεσιών ή ελευθ. επαγγ. της παρ. 1 αρθρ. 45 κφε, εισόδημα από κινητές αξίες, εισόδημα από γεωργικές επιχειρήσεις με βάση το αντικειμενικό σύστημα, εισόδημα από ελευθέρια επαγγέλματα, εισόδημα που δεν εντάσσεται σε άλλη περίπτωση του πίν 4 2014, εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις, εισόδημα για κοινωνικό μέρισμα, εισόδημα αναφοράς, εισόδημα που δεν εντάσσεται σε άλλη περίπτωση του πίν. 4, ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, τεκμαρτό εισόδημα

Συνώνυμα: εισόδημα

έσοδα, πρόσοδος, αρμοδιότητα, ικανότητα, επάρκεια, ικανότης

Μεταφράσεις: εισόδημα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
revenue, income, incomes, income of, income is
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ingreso, renta, ingresos, los ingresos, de ingresos
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einkommen, einkommensquelle, einnahme, einkünfte, Einkommen, Gewinn, Einnahmen, Einkünfte, Einkommens
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
produit, revenu, rente, rapport, recette, bénéfice, revenus, le revenu, résultat
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
entrata, rendita, reddito, redditi, proventi, entrate, di reddito
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inclusiva, juro, renda, provento, receita, rendimentos, rendimento, de renda, lucro
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verdienste, opbrengst, inkomen, rente, ontvangst, inkomsten, baten, opbrengsten, het inkomen
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
прибыль, приход, заработок, поступление, доход, доходы, доходов, дохода
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
inntekt, inntekter, inntekten, resultat
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avkastning, inkomst, intäkter, inkomster, få inkomst, att få inkomst
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
korko, tulot, vero, ansio, tienesti, tulo, tulojen, tuotot, tuloja
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
indkomst, indtægt, indtægter, resultatopgørelsen, indkomster
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
výdělek, důchod, příjem, výnos, příjmy, příjmů, výnosy, příjmu
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przychód, dochód, wpływy, dochody, przychody
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
árbevétel, jövedelem, jövedelmi, bevétel, jövedelme, jövedelmet
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kazanç, gelir, geliri, gelirleri, gelirli, gelirler
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мстити, помста, помститися, мститися, помщатися, дохід, прибуток, доход, доходу
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
të ardhura, ardhurat, të ardhurat, ardhura, të ardhurave
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
доход, доходите, доходи, приходи, дохода
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
даход, прыбытак
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
aastatulu, sissetulekud, sissetulek, tulu, sissetuleku, sissetulekuga, sissetulekute
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
porez, zarada, prihoda, dohodak, prihod, prihodi, dobit, na dohodak
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tekjur, tekjum, tekna, tekjurnar, af tekjum
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
vectigal, reditus
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pajamos, pajamų, pajamas, pelno
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ienākums, ienākumi, ienākuma, ienākumu, ieņēmumi
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
приходи, приход, приходите, приходот, данок на
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
venit, venituri, veniturilor, venitul, veniturile
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
obrat, prihodki, dohodek, dohodka, dohodki, prihodki od
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
výnos, dôchodok, plat, príjem, obrat, príjmy, prijímanie, príjmu

Στατιστικά δημοτικότητας: εισόδημα

Τυχαίες λέξεις