Inaktiv στα ελληνικά
Μετάφραση: inaktiv, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αδρανής, ανενεργό, ανενεργή, ανενεργά, ανενεργός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bassgeigen στα ελληνικά - μπάσο, μπάσων, μπάσα, μπάσου, bass
- beruf στα ελληνικά - ρυτίδα, κατοχή, εμπόριο, επιχείρηση, δουλειά, παρατάσσω, επάγγελμα, ...
- beunruhigte στα ελληνικά - άστατος, Συντετριμμένη, Αναξιοπαθούντα, Distressed, στενοχωρημένος, Υπερχρεωμένες
- dienstzeugnis στα ελληνικά - πιστοποιητικό, πιστοποιητικού, βεβαίωση, πιστοποιητικό που, το πιστοποιητικό
Τυχαίες λέξεις
Inaktiv στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αδρανής, ανενεργό, ανενεργή, ανενεργά, ανενεργός
Μεταφράσεις: αδρανής, ανενεργό, ανενεργή, ανενεργά, ανενεργός