Λέξη: γενική
Σχετικές λέξεις: γενική
γενική γραμματεία καταναλωτή, γενική γραμματεία ισότητας, γενική γραμματεία πληροφοριακών συστημάτων, γενική γραμματεία εμπορίου, γενική γραμματεία δια βίου μάθησης, γενική ταχυδρομική, γενική γραμματεία δημοσίων εσόδων, γενική γραμματεία αθλητισμού, γενική τράπεζα, γενική γραμματεία νέας γενιάς, γενική γραμματεία, γενική γραμματεία πληροφοριακών, γενική συνέλευση, γενική ταχυδρομικη, γενική εμπορίου, γενική κλινική, γενικη γραμματεια, γενική αίματος, γενική ούρων
Συνώνυμα: γενική
γενική πτώση
Μεταφράσεις: γενική
γενική στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
genitive, general, overall, generic, a general, the general
γενική στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
genitivo, general, general de, en general, generales
γενική στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
genitiv, General, allgemein, generell, allgemeinen, allgemeine
γενική στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
génitif, général, générale, générales, grand, général de
γενική στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
generale, generali, genere, collettivo
γενική στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
geral, general, gerais, em geral
γενική στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
algemeen, het algemeen, generaal, algemene, General
γενική στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
родительный, родовой, генеральный, общий, общее, общая, генерал
γενική στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
general, generelt, generell, generelle
γενική στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
allmän, allmänt, allmänhet, allmänna, generell
γενική στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yleinen, yleisen, yleistä, yleiset, yleisiä
γενική στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
genitiv, generelt, generel, generelle, almindelige, almindelighed
γενική στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
genitiv, obecný, obecně, všeobecný, generální, celkový
γενική στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dopełniacz, ogólny, generał, generalny, ogólnego, ogólnie
γενική στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
általános, általában, az általános, általánosságban
γενική στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
genel, General, genel bir, genel olarak
γενική στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
родовий, генеральний, генерального
γενική στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i përgjithshëm, gjeneral, përgjithësi, përgjithshme, përgjithshëm
γενική στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
общ, обща, общия, цяло, общото
γενική στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
генеральны, генэральны
γενική στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
genitiiv, omastav, üldine, üldise, üldist, üldiselt, üldised
γενική στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
genitiv, opći, general, općenito, cjelini, generalnog
γενική στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
almennt, almenn, almenna, almennur, almennra
γενική στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kilmininkas, bendras, apskritai, bendra, bendrojo, bendrasis
γενική στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ģenitīvs, vispārīgs, vispārējs, kopumā, vispārējā, vispārējās
γενική στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
генитив, општо, општата, општи, општите, општа
γενική στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
genitiv, general, generală, generale, generala
γενική στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
genitiv, splošno, splošna, splošni, splošne, nasploh
γενική στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
všeobecný, všeobecnú, obyčajný, všeobecné, všeobecného