Λέξη: ανώτερος

Σχετικές λέξεις: ανώτερος

ανώτερος νους, ανώτεροσ κλήροσ, ανώτερος άνθρωπος, ανώτερος ταξιάρχης του τάγματος της τιμής, ανώτερος συνώνυμα, ανώτερος εαυτός, ανώτερος λειτουργός, ανώτερος αγγελικός εαυτός, ανώτερος ταξιάρχης τάγματος του φοίνικα, ανώτερος κινητικός νευρώνας

Συνώνυμα: ανώτερος

προχωρημένος, υπέρτερος, ηγούμενος, υπερβατικός, υπερέχων

Μεταφράσεις: ανώτερος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
superior, upper, senior, a senior, higher
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
superior, superiores, superior de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
oberer, überlegen, übergeordnet, besser, Vorgesetzte, überlegene, legene
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chef, supérieur, commissaire, directeur, meilleur, surveillant, haut, supérieure, supérieures, supérieurs, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
superiore, superior, superiori, maggiore
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
superior, superiores, superior de, melhor
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
superieur, opperste, superieure, superior, een superieure, beter
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
высший, верхний, лучший, недостижимый, настоятель, преобладающий, недосягаемый, превосходящий, преимущественный, превосходный, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
overlegen, superior, overlegne, ordnet
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
överlägsen, överlägsna, överlägset, bättre, superior
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
voittamaton, mestari, edullinen, esimies, parempia, erinomainen, ylivoimainen, superior
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
chef, overlegen, overlegne, Superior, fineste
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
představený, vrchní, lepší, vyšší, nadřízený, hořejší, typu Superior, typu Superior s
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pierwszorzędny, przewyższający, wyższy, nadrzędny, zwierzchnik, przełożony, zwierzchni, wybitny, lepszy, superior
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felettes, kiválóbb, kiváló, superior, kiemelkedő, magas szintű
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
üstün, superior, üstün bir, üst, daha üstün
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
переважаючий, верхній, переважний, кращий, начальник, начальника
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
epror, superiore, lartë, superior, të lartë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
началник, изключителен, чувствате, превъзходно, превъзхожда
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
начальнік
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ülekaalukas, ülemjärv, parem, hea, parimat, ülihead, suurepäraste
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pretpostavljen, viši, vrhunski, superioran, superiorniji, nadređeni, superiorna, nadređenog
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
yfirburði, betri, SUPERIOR, frábær, yfirmaður
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pranašesnis, Superior, aukščiausios, viršininkas, pranašesnė
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pārāks, priekšnieks, pārāka, superior, augstāka
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
супериорен, супериорни, супериорна, се чувствувате, чувствувате
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
superior, superioară, superioare, superioara, superiori
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
lepší, superior, nadrejeni, nadrejenega, vrhunsko, boljša
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
lepší, lepšia, lepšie, lepšiu, lepšej
Τυχαίες λέξεις