Klar στα ελληνικά
Μετάφραση: klar, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κάμπος, έκδηλος, λαγαρός, διορατικός, σκέτος, γλαφυρός, ξεκάθαρα, εμφανής, φαινομενικός, φανταστικός, εναργής, ζωντανός, προφανής, έξοχος, λαμπερός, καθαρά, σαφής, σαφές, σαφή, σαφείς, διαυγές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- arbeitspause στα ελληνικά - διάλειμμα, διάλλειμα, σπάζω, αντεπίθεση, διακοπή, σπάσιμο, ρήξη, ...
- ausfegen στα ελληνικά - κάνει, κάνουν, κάνετε, κάνω, κάνουμε
- betrifft στα ελληνικά - ανησυχίες, ανησυχιών, τις ανησυχίες, αφορά, προβλήματα
- beugend στα ελληνικά - κάμψη, κάμψης, κάμψεως, την κάμψη, λύγισμα
Τυχαίες λέξεις
Klar στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κάμπος, έκδηλος, λαγαρός, διορατικός, σκέτος, γλαφυρός, ξεκάθαρα, εμφανής, φαινομενικός, φανταστικός, εναργής, ζωντανός, προφανής, έξοχος, λαμπερός, καθαρά, σαφής, σαφές, σαφή, σαφείς, διαυγές
Μεταφράσεις: κάμπος, έκδηλος, λαγαρός, διορατικός, σκέτος, γλαφυρός, ξεκάθαρα, εμφανής, φαινομενικός, φανταστικός, εναργής, ζωντανός, προφανής, έξοχος, λαμπερός, καθαρά, σαφής, σαφές, σαφή, σαφείς, διαυγές