Klein στα ελληνικά

Μετάφραση: klein, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοντός, μετριόφρων, θίγω, ψιλός, φτωχός, λεπτός, ασήμαντος, προσβάλλω, ισχνός, στενός, λίγο, σεμνός, μικροπρεπής, μικρός, αραιός, ελαφρύς, μικρό, μικρές, μικρή, μικρά
Klein στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • arbeitsanzüge στα ελληνικά - στολές, κοστούμια, ταιριάζει, κουστούμια, τα κοστούμια
  • bandspule στα ελληνικά - μηχανάκι, καρούλι, μπομπίνα, κύλινδρο, έλικτρο, ελίκτρου
  • binnensee στα ελληνικά - λίμνη, λίμνης, στη λίμνη, λίμνη της, Λέικ
  • demokratie στα ελληνικά - δημοκρατία, κοινοπολιτεία, δημοκρατίας, της δημοκρατίας, τη δημοκρατία, η δημοκρατία
Τυχαίες λέξεις
Klein στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοντός, μετριόφρων, θίγω, ψιλός, φτωχός, λεπτός, ασήμαντος, προσβάλλω, ισχνός, στενός, λίγο, σεμνός, μικροπρεπής, μικρός, αραιός, ελαφρύς, μικρό, μικρές, μικρή, μικρά