Λέξη: ακαταστασία

Σχετικές λέξεις: ακαταστασία

ακαταστασία ονειροκρίτης, ακαταστασία συνώνυμα, ακαταστασία συνώνυμο, ακαταστασία στο σπίτι, ακαταστασία αγγλικά

Συνώνυμα: ακαταστασία

χάος, αταξία, κυκεώνας, αίθουσα αξιωματικών πλοίου, φαγητό, ανακάτωμα, σύγχυση, ρυπαρότης, ρυπαρότητα, σάχλα, τσαπατσουλιά, νωθρότητα, νωθρότης

Μεταφράσεις: ακαταστασία

ακαταστασία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
disorder, mess, untidiness, messiness, clutter

ακαταστασία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
enredo, desorden, lío, desconcierto, desarreglo, desaliño, el desorden, untidiness, desprolijidad

ακαταστασία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schmiere, durcheinander, schlamassel, chaos, kuddelmuddel, unordnung, menge, Unordnung, Unordentlichkeit, untidiness, Unsauberkeit, Unaufgeräumtheit

ακαταστασία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
trouble, désordre, dérangement, anarchie, purée, pagaille, tumulte, confusion, aria, perturbation, cafouillage, atteinte, fouillis, surabondance, mess, boucan, le désordre, manque de netteté, débraillé, untidiness

ακαταστασία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
disordine, confusione, soqquadro, scompiglio, untidiness, il disordine, sciatteria, trascuratezza

ακαταστασία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desordem, desobedecer, desordenar, desleixo, desmazelo, desalinho, untidiness

ακαταστασία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
brij, wanorde, moes, rommel, janboel, war, verwarring, disorde, overvloed, pap, rotzooi, slordigheid, untidiness, rommeligheid, onreinheid

ακαταστασία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ералаш, разлад, бестолковщина, столовая, неустройство, месиво, расстройство, кавардак, блюдо, множество, неустроенность, жижа, кабак, беспорядки, кутерьма, безалаберность, неопрятность, нечистоплотность, неряшливость, негиггиеничность, неряшливости

ακαταστασία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rot, uorden, untidiness

ακαταστασία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
oreda, oordning, untidiness, Oordning, rörig

ακαταστασία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
paljon, liemi, häiritä, hajaannus, epäjärjestys, vaivata, puuro, sekasotku, pula, häiriö, sotku, hämminki, vaiva, untidiness, epäsiisteyden

ακαταστασία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forstyrrelse, uorden, forvirring, rodet

ακαταστασία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
binec, porucha, zmatek, výtržnost, nepořádek, onemocnění, Nepořádek na pracovišti, Nepořádek na pracovišti by, neupravenost, nepořádnost

ακαταστασία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kantyna, kłopot, zaburzenie, śmietnik, rozstrój, zamieszanie, mętlik, choroba, nieporządek, bałagan, nieład, bezład, rozgardiasz, galimatias, babranina, dolegliwość, bałaganienie, bałaganiarstwo, Następstwem nieporządku

ακαταστασία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
étel, rendellenesség, rendetlenség, rendetlenséget

ακαταστασία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
düzensizlik, karışıklık, untidiness, dağınıklık, pasaklılık

ακαταστασία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
порушення, безладдя, неохайність, неопрятность

ακαταστασία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
konfuzion, rrëmujë, shkujdesje, çrregull

ακαταστασία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
безредие, неспретнатост, разбърканост, раздърпаността, вид и раздърпаността

ακαταστασία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
неахайнасць, неахайнасьць

ακαταστασία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ühepajatoit, häire, korratus, lohakus

ακαταστασία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zabuna, metež, bolest, nered, smetnja, zbrka, rasulo, neurednost

ακαταστασία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
untidiness

ακαταστασία στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
confusio

ακαταστασία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
netvarka, netvarkingumas, Bałaganiarstwo, Neatsargumo, Bałagan, Bałaganienie

ακαταστασία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nemieri, nekārtība, nevīžība, nesakoptība

ακαταστασία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
неуредност, неспретнатост

ακαταστασία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dezordine, untidiness, neglijenta

ακαταστασία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
untidiness

ακαταστασία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kantína, neporiadok, zmätok
Τυχαίες λέξεις