Λέξη: αρχαιολόγος

Σχετικές λέξεις: αρχαιολόγος

αρχαιολόγος σπυρόπουλος, αρχαιολόγος θέσεις εργασίας, αρχαιολόγοσ καρκαβίτσασ, αρχαιολόγος ορισμός, αρχαιολόγος εργασία, αρχαιολόγοσ λιάνα σουβαλτζή, αρχαιολόγος από κούνια, αρχαιολόγος σουβαλτζή, αρχαιολόγος βικιπαίδεια, αρχαιολόγοσ καρκαβίτσα

Συνώνυμα: αρχαιολόγος

αρχαιοδίφης

Μεταφράσεις: αρχαιολόγος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
antiquarian, archaeologist, archeologist, an archaeologist
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
anticuario, arqueólogo, arqueóloga, el arqueólogo, arqueólogos, arqueólogo de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Archäologe, Archäologen, Archäologin
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bouquiniste, archéologue, l'archéologue, archéologues, archéologue de
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
antiquario, archeologo, archeologa, l'archeologo, dell'archeologo, archeologi
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
arqueólogo, arqueóloga, o arqueólogo, arqueologista, do arqueólogo
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
archeoloog, archeologe, de archeoloog, archeologen
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
собиратель, антикварный, старинный, антиквар, археологический, археолог, археологом, археолога, археологи
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
antikvar, arkeolog, arkeologen, arkeologer
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
arkeolog, arkeologen, arkeologens
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
arkeologi, arkeologin, archaeologist, arkeologia
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
arkæolog, arkæologen, arkæologer, archaeologist
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
antikvář, archeolog, archeologem, archeoložka, archeologa
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
antykwaryczny, antykwariusz, archeolog, archeologiem, archeologa, archeologów
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
régész, archeológus, régésze, régésznek
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
arkeolog, bir arkeolog, arkeoloğu, arkeologdur
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
антикварний, археологічний, старовинний, археолог
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
arkeolog, arkeologu, arkeolog i, arkeologu i, arkeologe
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
археолог, археологът, археолога, археоложка
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
археолаг, археоляг, архэоляг, археёляг
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
antikvaar, antikvaarne, arheoloog, arheoloogi, arheo-
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
starinski, antikvaran, arheolog, arheologinja, arheologa, je arheolog
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fornleifafræðingur, fornleifafræðingurinn, er fornleifafræðingur
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
archeologas, archeologė, archeologo, archeologija
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
arheologs, arheologa, arheoloģe
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
археолог, археологот, археолог од, археолози
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
arheolog, arheologul, arheologi, arheologului
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
arheolog, arheologinja, arheologa, archaeologist
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
starožitný, antikvariát, starožitník, archeológ, archeolog

Στατιστικά δημοτικότητας: αρχαιολόγος

Τυχαίες λέξεις