Konsolidierung στα ελληνικά
Μετάφραση: konsolidierung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εδραίωση, ενοποίηση, ενοποίησης, εξυγίανσης, εξυγίανση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abhaltung στα ελληνικά - κράτημα, κατέχουν, που κατέχουν, εκμετάλλευση, κρατώντας
- beneidende στα ελληνικά - ζηλευτός, αξιοζήλευτη, αξιοζήλευτο, ζηλευτή, ζηλευτό
- bewohnend στα ελληνικά - κατοικούν, που κατοικούν, κατοικούσαν, που κατοικούσαν, διαβιούν
- computersystemoperateur στα ελληνικά - Computersystemoperateur
Τυχαίες λέξεις
Konsolidierung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εδραίωση, ενοποίηση, ενοποίησης, εξυγίανσης, εξυγίανση
Μεταφράσεις: εδραίωση, ενοποίηση, ενοποίησης, εξυγίανσης, εξυγίανση