Λέξη: συμπλέκομαι

Συνώνυμα: συμπλέκομαι

προσυμφωνώ, μισθώνω, ενασχολώ, ενασχολούμαι, αρραβωνιάζω, συνωστίζομαι

Μεταφράσεις: συμπλέκομαι

συμπλέκομαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
brawl, scrimmage

συμπλέκομαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
agarrada, gresca, pelea, scrimmage, golpeo, de scrimmage, línea de golpeo

συμπλέκομαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schlägerei, handgemenge, party, Gedränge, scrimmage, Angriffslinie, Angriffs, Balgerei

συμπλέκομαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
querelle, dispute, chamaillerie, mêlée, bataille, bagarre*, tapage, rixe, scrimmage, de mêlée, jeu dirigé, bagarre

συμπλέκομαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tafferuglio, scrimmage, bagarre, mischia, rissa

συμπλέκομαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
escaramuça, scrimmage, de scrimmage, da scrimmage, tumulto

συμπλέκομαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
scrimmage, scrimmagelijn, scrimmage', in de scrimmage brengen, vechtpartij

συμπλέκομαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
скандал, ссориться, набуянить, журчание, буянить, журчать, драка, потасовка, дебош, побоище, схватки, тренировочная, свалка

συμπλέκομαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
slagsmål, scrimmage, scrimmageforsøk, scrimmagespark, scrimmage-, scrimmageforsøk kommer

συμπλέκομαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
träta, bråk, scrimmagen, gruff, scrimmage

συμπλέκομαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
käsirysy, tapella, tappelu, aloituslinjasta, scrimmage, kahakka, aloituslinjan

συμπλέκομαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
scrimmage, håndgemængd, scrimmage linjen

συμπλέκομαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hádka, výtržnost, rvačka, scrimmage, mlýn

συμπλέκομαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
brewerie, bitka, awanturować, kłótnia, szaleć, chuliganić, rozróba, bijatyka, rozrabiać, bójka, rozróbka, warcholić, awantura, burda, scrimmage

συμπλέκομαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
dulakodás, összecsapás, scrimmage

συμπλέκομαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hücum, scrimmage, çarpışma, göğüs göğüse kavga, itişip kakışma

συμπλέκομαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
скандальте, дзюрчати, бійка, драка

συμπλέκομαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shamatë, kacafytje, scrummage, përleshje

συμπλέκομαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
спорна топка, меле, сборичквам, сблъскването, боричкане

συμπλέκομαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бойка

συμπλέκομαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kaklus, lööming, kisklemine, Kahakka, scrimmage

συμπλέκομαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
žuborenje, vika, buka, svađa, bučati, tučnjava, krkljanac, gužva, metež, gužva za loptu

συμπλέκομαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
scrimmage

συμπλέκομαι στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
iurgium

συμπλέκομαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
muštynės, grumtynės, Bijatyka, Bójka, Dalyvauti sąvartynas

συμπλέκομαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kaušanās, Scrimmage, piedalīties kautiņā, spiešanās

συμπλέκομαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
турканиците

συμπλέκομαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
îmbulzeală, scrimmage, încăierare, îngrămădire, imbulzeala

συμπλέκομαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Gužva, Tučnjava

συμπλέκομαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hádka, bitka, rvačky, rvačka
Τυχαίες λέξεις