Lasterhaftigkeit στα ελληνικά
Μετάφραση: lasterhaftigkeit, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακολασία, ασωτία, φαυλότητα, κακία, κακοήθεια, μοχθηρότητα, την κακία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aufmüpfig στα ελληνικά - στασιαστικός, ανυπότακτος, επαναστατική, επαναστατικές, επαναστατικός
- brodeln στα ελληνικά - βράζω, αναταραχθεί, αρχίσει να βράζει, κοχλάζω, εξάπτομαι
- diktierend στα ελληνικά - υπαγόρευσης, υπαγορεύει, υπαγόρευσης του, που υπαγορεύει
Τυχαίες λέξεις
Lasterhaftigkeit στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακολασία, ασωτία, φαυλότητα, κακία, κακοήθεια, μοχθηρότητα, την κακία
Μεταφράσεις: ακολασία, ασωτία, φαυλότητα, κακία, κακοήθεια, μοχθηρότητα, την κακία