Lein στα ελληνικά
Μετάφραση: lein, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λινάρι, λινό, λίνου, λίνο, του λίνου, λιναριού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anbrüche στα ελληνικά - κάταγμα, κατάγματος, θραύση, καταγμάτων, θραύσης
- anhaben στα ελληνικά - φορώ, φθορά, φορούν, φοράτε, φορέσει, να φορούν
- anlieger στα ελληνικά - γείτονας, γείτονα, γείτονά, πλησίον, γειτονική
- besser στα ελληνικά - καλύτερα, καλύτερη, καλύτερο, καλύτερες, την καλύτερη
Τυχαίες λέξεις
Lein στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λινάρι, λινό, λίνου, λίνο, του λίνου, λιναριού
Μεταφράσεις: λινάρι, λινό, λίνου, λίνο, του λίνου, λιναριού