Λέξη: οξυδέρκεια

Σχετικές λέξεις: οξυδέρκεια

οξυδέρκεια ορισμός, οξυδέρκεια συνώνυμα, οξυδέρκεια λεξικο, οξυδέρκεια ετυμολογία, οξυδέρκεια σημασία

Συνώνυμα: οξυδέρκεια

διορατικότητα, επίγνωση, ενόραση, διορατικότης

Μεταφράσεις: οξυδέρκεια

οξυδέρκεια στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sharpness, acuity, insight, perspicacity, acumen, discernment

οξυδέρκεια στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
agudeza, perspicacia, penetración, percepción, intuición, visión

οξυδέρκεια στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
heftigkeit, sehschärfe, schärfe, Einsicht, Erkenntnis, Einblick, Einblicke, Erkenntnisse

οξυδέρκεια στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
acuité, finesse, âpreté, netteté, perspicacité, aperçu, idée, un aperçu, comprendre

οξυδέρκεια στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
acuità, acutezza, intuito, visione, intuizione, comprensione, conoscenza

οξυδέρκεια στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aguçar, agudeza, afinar, afiar, introspecção, perspicácia, discernimento, visão, percepção

οξυδέρκεια στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
guurheid, schelheid, inzicht, inzicht te, inzichten, zicht

οξυδέρκεια στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сметливость, резкость, острота, понимание, Insight, проницательность, Инсайт, прозрение

οξυδέρκεια στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
innsikt, innblikk, innsikten, innsyn, kunnskap

οξυδέρκεια στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skärpa, insikt, inblick, insyn, insikter, insikten

οξυδέρκεια στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
oivallus, oivalluksia, tietoa, käsityksen, näkemystä

οξυδέρκεια στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
indsigt, indblik, viden, indsigt i

οξυδέρκεια στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ostrost, bystrost, pohled, vhled, Insight, nahlédnutí, pochopení

οξυδέρκεια στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ostrość, wnikliwość, wgląd, intuicja, wglądu, spojrzenie

οξυδέρκεια στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hevesség, bepillantás, betekintést, bepillantást, belátás, rálátást

οξυδέρκεια στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kavrama, Insight, içgörü, fikir, anlayış

οξυδέρκεια στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дотеп, гострота, різкість, гострість, чіткість, розуміння, порозуміння

οξυδέρκεια στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
depërtim, Insajt, Insight, pasqyrë, vështrim

οξυδέρκεια στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
острота, прозрение, вникване, проницателност, поглед, представа

οξυδέρκεια στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
разуменне, разуменьне

οξυδέρκεια στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
teravus, nägemisteravus, terasus, taip, ülevaate, ülevaade, teavet, teadmisi

οξυδέρκεια στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
poticatelj, posuđivač, oštrina, uvid, uvida, spoznaja, uvidom, insight

οξυδέρκεια στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
innsýn, innsæi, skilningur, innsæið

οξυδέρκεια στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
smailuma, aštrumas, įžvalga, įžvalgos, pažvelgti, iš vidaus, supratimą

οξυδέρκεια στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izpratne, ieskatu, ieskats

οξυδέρκεια στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
увид, на увид, преглед, увид во, увидот

οξυδέρκεια στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
înțelegere, o perspectivă, o perspectiva, introspecție, insight

οξυδέρκεια στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ostrost, jasnost, vpogled, insight, uvid, vpogleda

οξυδέρκεια στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pohľad, view
Τυχαίες λέξεις