Λέξη: κουραφέξαλα
Σχετικές λέξεις: κουραφέξαλα
κουραφέξαλα ετυμολογία
Συνώνυμα: κουραφέξαλα
καρύδια, ξηροί καρποί, αρχίδι, σκουπίδια, σκύβαλο, ανοησίες
Μεταφράσεις: κουραφέξαλα
κουραφέξαλα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fudge, twaddle, nuts, pshaw, fiddlesticks, rubbish, hot air
κουραφέξαλα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
nueces, tuercas, frutos secos, las tuercas, tuercas de
κουραφέξαλα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fälschung, fondant, pfuschen, fälschen, ausweichen, meiden, Nüsse, Muttern, Nüssen, nuts
κουραφέξαλα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
absurde, fondant, cochonner, caquet, jaspiner, jaser, racontar, babillage, caramel, papotage, caqueter, calembredaine, babil, babiller, bavarder, bavardage, noix, écrous, les noix, les écrous, des noix
κουραφέξαλα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
noccioline, dadi, noci, frutta a guscio, i dadi
κουραφέξαλα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
nozes, porcas, castanhas, nuts, porcas de
κουραφέξαλα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
noten, moeren, nuts, bouten, gek
κουραφέξαλα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
краснобайство, известия, болтовня, выдумка, помадка, трёп, пустословие, стряпня, орешки, орехи, гайки, орехов, гаек
κουραφέξαλα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
nøtter, muttere, mutrene, nuts, mutterne
κουραφέξαλα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
nötter, muttrar, muttrarna
κουραφέξαλα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pötypuhe, kopeloida, pakoilla, sormeilla, välttää, pähkinät, mutterit, pähkinöitä, pähkinöiden, pähkinää
κουραφέξαλα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
nødder, møtrikker, møtrikkerne, nuts
κουραφέξαλα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
žvanění, nesmysl, tlachání, zfušovat, žvanit, tlach, ořechy, matice, matic, ořechů, oříšky
κουραφέξαλα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
paplać, nonsens, gadać, paplanina, gadanina, spartaczyć, gadanie, bajać, orzechy, nakrętki, orzechów, nuts, nakrętek
κουραφέξαλα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tejkaramella, mogyorók, NUTS, dió, diófélék
κουραφέξαλα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
fındık, somunlar, somun, somunları, kuruyemiş
κουραφέξαλα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
базікання, вигадка, горішки, горіхи, орешки
κουραφέξαλα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
arra, arra të, arrat, arra e
κουραφέξαλα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ядки, гайки, орехи, черупкови плодове, черупкови
κουραφέξαλα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
арэшкі, арэхі
κουραφέξαλα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lobisema, võltsima, loba, pähklid, pähklite, mutrid, pähkleid, pähkli-
κουραφέξαλα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
poslastica, naklapanje, gluposti, brbljanje, izmišljati, lud, matice, orasi, nuts, orašasti plodovi
κουραφέξαλα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hnetur, rær, hnetum, rÃ|r
κουραφέξαλα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
riešutai, riešutų, veržlės, riešutus, veržles
κουραφέξαλα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
rieksti, riekstiem, uzgriežņi, riekstu, riekstus
κουραφέξαλα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ореви, навртки, јатчесто, навртките, јаткасти плодови
κουραφέξαλα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
nuci, fructe cu coajă lemnoasă, piulițe, piulițele, nucile
κουραφέξαλα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
orehi, matice, oreščki, oreški, matic
κουραφέξαλα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
orechy, orechmi, oriešky, orechov, orechami
Τυχαίες λέξεις