Lieben στα ελληνικά

Μετάφραση: lieben, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγαπώ, αρέσω, αγάπη, έρωτας, συμπαθώ, όπως, σαν, αγαπούν, αγαπάτε, την αγάπη
Lieben στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • befleckt στα ελληνικά - χρωματιστός, Βιτρώ, χρωματισμένο, λεκιασμένο, Stained
  • benutzerabfrage στα ελληνικά - ερώτημα του χρήστη, ερώτημα του χρήστη είναι, επερώτηση του χρήστη
  • desinfektionsmittel στα ελληνικά - απολυμαντικό, απολυμαντικού, απολυμαντική, απολύμανσης, απολυμαντικά
  • determinante στα ελληνικά - καθοριστικός, ορίζουσα, καθοριστή, καθοριστικός παράγοντας, καθοριστικό παράγοντα
Τυχαίες λέξεις
Lieben στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγαπώ, αρέσω, αγάπη, έρωτας, συμπαθώ, όπως, σαν, αγαπούν, αγαπάτε, την αγάπη