Λέξη: μούχλα

Σχετικές λέξεις: μούχλα

μούχλα σε ντουλάπα, μούχλα στον τοίχο, μούχλα σε ύφασμα, μούχλα σε στρώμα, μούχλα στα παπούτσια, μούχλα στο μπάνιο, μούχλα στη ντουλάπα, μούχλα στα έπιπλα, μούχλα στο ξύλο, μούχλα σε ρούχα

Συνώνυμα: μούχλα

καλούπι, εκμαγείο, φυτόχωμα, μύκητας, μύκης, περονόσπορος, ερυσίβη, μούχλα των φυτών

Μεταφράσεις: μούχλα

μούχλα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
mildew, mould, mold, molds, of mold

μούχλα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
configurar, plasmar, amoldar, horma, matriz, molde, moho, del molde, molde de, de molde

μούχλα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
form, moder, gießform, schimmel, schimmelpilz, heizform, mehltau, Schimmel, Form, formen

μούχλα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
façonner, chancir, mouler, moisir, forme, moule, moisi, pétrir, terrain, rouille, conformer, moisissure, configurer, terreau, croupir, former, moisissures, moulage, moules

μούχλα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
plasmare, forma, terriccio, muffa, stampo, la muffa, stampo di

μούχλα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
motorizar, molde, mofo, do molde, molde de, de molde

μούχλα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
modelleren, boetseren, schimmel, mal, gietvorm, vorm, matrijs

μούχλα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
изложница, форма, мульда, слепок, отвал, сформовать, перегной, формировать, шаблон, милдью, гниль, характер, матрица, плесень, формовать, нрав, плесени, прессформы

μούχλα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mugg, mold, formen, mould, form

μούχλα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
forma, mögel, formen, form, gjutformen, mold

μούχλα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
työstää, home, muotti, valos, valaa, muovata, härmä, multa, muotin, hometta, multaa

μούχλα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skimmel, mug, Skimmelsvamp, formen, støber

μούχλα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
tvarovat, zemina, formovat, utvářet, tvar, prsť, zformovat, půda, plíseň, modelovat, plesnivět, plesnivina, forma, formy, forem, plísně

μούχλα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
forma, modelować, czarnoziem, urabiać, foremka, kształtować, ziemia, gleba, podlegać, pleśń, odlewać, ulać, umodelować, modła, rdza, grzyb, formy

μούχλα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
humusz, rozsda, öntőforma, forma, penész, szerszám, formát

μούχλα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
küf, kalıp, kalıbı, kalıbın

μούχλα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зм'якшуватися, шина, зм'якшувати, муляж, пом'якшувати, цвіль, пліснява, плісняву, плесень

μούχλα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
myk, e myk, tokë e pasur, humus

μούχλα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
плесен, мухъл, форма, плесени, матрица

μούχλα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
цвіль

μούχλα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
valuvorm, hallitus, hallituse, hallitust, mold, valuvormi

μούχλα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kalup, skrojiti, tlo, karakter, prah, plijesan, plijesni, kalupa, kalup za

μούχλα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mold, mygla, mót

μούχλα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pelėsiai, pelėsių, liejimo, formų, formoms

μούχλα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pelējums, pelējuma, veidņu, pelējumu, veidni

μούχλα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мувла, калапот, калап, мувлата, на мувла

μούχλα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mucegai, tipar, matriță, de mucegai, matriței, formă

μούχλα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
forma, padlí, plesni, plesen, mold, kalup, mould

μούχλα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
padlí, forma, formu, formy

Στατιστικά δημοτικότητας: μούχλα

Τυχαίες λέξεις