Λέξη: τσιγαρίζω

Σχετικές λέξεις: τσιγαρίζω

τσιγαρίζω ετυμολογία, τσιγαρίζω στα αγγλικά

Μεταφράσεις: τσιγαρίζω

τσιγαρίζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sizzle, saute, fry, browned, sauté, fry it

τσιγαρίζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
saltear, salteado, Saute, Saltee, Sofría

τσιγαρίζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
profilzischen, anbraten, Saute, braten, braten Sie

τσιγαρίζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sifflement, Saute, faire revenir, sauter, faire sauter

τσιγαρίζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sfrigolare, Saute, soffriggere, Soffritto, il saute, Far saltare

τσιγαρίζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
refogue, Saute, Salteado, Faça saltar, refogue a

τσιγαρίζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bak, saute, bak de, van Saute, sauteer

τσιγαρίζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
шипеть, обжигать, испепелять, шипение, соте, Saute, Поджарить, Saute в

τσιγαρίζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
Surr, fres, saute, stek, sauté

τσιγαρίζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fräs, Saute, stek

τσιγαρίζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pihinä, rätistä, Kuullota, Paista, saute, sauté, ruskista

τσιγαρίζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
saute, sauter, petersfisk

τσιγαρίζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
syčet, sykot, zpěnit, Saute, soté

τσιγαρίζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
syk, skwierczeć, skwierczenie, zaskwierczeć, saute, Podsmażyć

τσιγαρίζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pirított, Saute, a Saute

τσιγαρίζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sote, Saute, sotelendikten, sote edin, kavrulur

τσιγαρίζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сичати, обпалювати, спопеляти, опікати, шипіння, соте, стільнику, стільника, Обсмажені, соті

τσιγαρίζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
saute

τσιγαρίζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
соте, леко задушен, задушавам леко, запържвам леко, леко запържен

τσιγαρίζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
соце

τσιγαρίζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pragisema, särisema, särin, pruunistatud, röstimine, saute, pruunistama, rasvas praetud

τσιγαρίζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
cvrčati, pištati, peći, cvrčanje, pištanje, Popecite, saute

τσιγαρίζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eldið

τσιγαρίζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pakepinti, saute, Sauté

τσιγαρίζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
saute

τσιγαρίζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
соте

τσιγαρίζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sote, gatiti, Saute, gateste, se gateste

τσιγαρίζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prepražimo, Saute

τσιγαρίζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sykot, speniť, zpěnit
Τυχαίες λέξεις