Meisterhaft στα ελληνικά
Μετάφραση: meisterhaft, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κύριος, αφέντης, δεξιοτέχνης, μετρ, έντεχνος, μαστορικός, masterly, αριστοτεχνικά, αριστοτεχνικό
Μεταφράσεις
- berge στα ελληνικά - βουνά, βουνών, τα βουνά, βουνό, όρη
- binnenländer στα ελληνικά - στο εσωτερικό της χώρας, εντός της χώρας, εσωτερικό της χώρας, στη χώρα, μέσα στη χώρα
- charakterisierungen στα ελληνικά - χαρακτηρισμοί, χαρακτηρισμούς, χαρακτηρισμών, οι χαρακτηρισμοί, τους χαρακτηρισμούς
- diamagnetisch στα ελληνικά - διαμαγνητικές, διαμαγνητικού, διαμαγνητικών, διαμαγνητικό, διαμαγνητικοΰ
Τυχαίες λέξεις
Meisterhaft στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κύριος, αφέντης, δεξιοτέχνης, μετρ, έντεχνος, μαστορικός, masterly, αριστοτεχνικά, αριστοτεχνικό
Μεταφράσεις: κύριος, αφέντης, δεξιοτέχνης, μετρ, έντεχνος, μαστορικός, masterly, αριστοτεχνικά, αριστοτεχνικό