Λέξη: στοίχημα

Σχετικές λέξεις: στοίχημα

στοίχημα οπαπ, στοίχημα προτάσεις, στοίχημα live score, στοίχημα αποτελέσματα, στοίχημα live, στοίχημα μπάσκετ, στοίχημα κουπόνι, στοίχημα ευρωεκλογές, στοίχημα προγνωστικά, στοίχημα στοίχημα download, πάμε στοίχημα, το στοίχημα, οπαπ στοίχημα, live στοίχημα, παμε στοίχημα, προγνωστικά στοίχημα, πάμε στοίχημα live, οπαπ πάμε στοίχημα

Συνώνυμα: στοίχημα

παλούκι, πάσσαλος

Μεταφράσεις: στοίχημα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bet, wager, stake, betting, bet Log
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
postura, apostar, apuesta, ofrecidos, la apuesta, apuestas, apuesta de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wetten, wetteinsatz, wette, Wette, Wetten, bet
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
miser, gageure, parions, pariés, pari, parier, mise, pariez, mettre, pariées, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scommessa, scommettere, puntata, scommesse, bet
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
apostar, aposta, bet, aposta de, uma aposta
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
weddenschap, wedden, inzet, bet, gok
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
учреждение, заклад, ставка, заведение, пари, ставки, ставку, бет
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vedde, veddemål, bet, innsats, innsatsen, satse, inn bud Du
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vad, satsning, bet, insats, spel, insatsen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lyödä vetoa, veikata, panos, veto, vedon, bet, vetoa
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vædde, væddemål, indsats, bet, spil, satsning
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vsadit, sázka, sázky, vsazených, bet
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
stawka, obstawić, umowa, zakład, postawić, zakładać, obstawiać, bet, zakładu
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fogadás, tét, fogadásom, fogadást, tétet
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bahis, bir bahis, bahsi, bahistir
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ставка, робочий, годувальник, парі, робітничий, заклад, робітник, ставку
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bast, basti, bast i, bast të, bet
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пари, залагане, залог, залога, залози
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
стаўка
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
panus, kihlvedu, bet, panuse, ennustus, kihla
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
opklada, oklada, ulog, kladiti, kladiti se, oklade
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
veðmál, veðmálið, veðja, Boð, að veðja
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lažybos, statymas, statymą, lažybų, Lažinkis
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
derības, derēt, likme, bet, likmi
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
залог, облог, обложувам, најпаметно, најпаметно ти
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pariu, pariul, bet, un pariu, pariului
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
stava, bet, stavo, Stavite, stave
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
stávka, stávku, stávky, vklad

Στατιστικά δημοτικότητας: στοίχημα

Τυχαίες λέξεις