Monopol στα ελληνικά

Μετάφραση: monopol, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μονοπώλιο, μονοπωλίου, μονοπωλιακή, το μονοπώλιο, μονοπωλιακής
Monopol στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bekleckst στα ελληνικά - splotched
  • beweisführung στα ελληνικά - επενδύω, παρατάσσω, ρυτίδα, γραμμή, διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση, ...
  • bleifrei στα ελληνικά - αμόλυβδη, αμόλυβδης, την αμόλυβδη, της αμόλυβδης, η αμόλυβδη
  • buchhaltung στα ελληνικά - λογιστική, λογιστικών, λογιστικής, λογιστικές, λογιστικά
Τυχαίες λέξεις
Monopol στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μονοπώλιο, μονοπωλίου, μονοπωλιακή, το μονοπώλιο, μονοπωλιακής