Λέξη: διαμέρισμα

Σχετικές λέξεις: διαμέρισμα

διαμέρισμα προς ενοικίαση λεμεσός, διαμέρισμα ενοικίαση βριλήσσια, διαμέρισμα προς πώληση θεσσαλονίκη, διαμέρισμα προς ενοικίαση, διαμέρισμα προς ενοικίαση θεσσαλονίκη, διαμέρισμα ενοικίαση, διαμέρισμα προς ενοικίαση αθήνα, διαμέρισμα λευκωσία, διαμέρισμα θεσσαλονίκη, διαμέρισμα προς πώληση στην αθήνα, δημοτικό διαμέρισμα

Συνώνυμα: διαμέρισμα

διαμέρισμα δωμάτιων, πεδιάς, ύφεση, δωμάτιο, σειρά δωμάτιων, έδαφος, επικράτεια, περιοχή, χώρα, τμήμα, υπηρεσία, κλάδος, υπουργείο, νόμος, θάλαμος, κουπέ

Μεταφράσεις: διαμέρισμα

διαμέρισμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
flat, apartment, compartment, department, partition

διαμέρισμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
categórico, igual, apartamento, insulso, casa, liso, piso, plano, llano, apartamentos, apartamento de, departamento, de apartamentos

διαμέρισμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
geschmacklos, ebene, rollwagen, etagenwohnung, schlüsselfläche, glanzlos, fläche, kategorisch, plattfuß, matt, wohnung, fad, einzelzimmer, platt, lastwagen, appartement, Wohnung, Appartement, Apartment, Ferienwohnung

διαμέρισμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
éventé, chambre, fade, bas, habitation, lisse, basse, égal, mat, logis, aplati, plan, ennuyeux, assommant, soporifique, fastidieux, appartement, Apartement, Apartment, de Appartement, appartement de

διαμέρισμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
piano, insipido, piatto, categorico, appartamento, Vacanze, appartamento di, Apartment, di Appartamento

διαμέρισμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
igual, apartamento, plano, alargamento, chato, liso, chão, raso, aposentos, de Apartamento, apartamentos, Apartment, apartamento de

διαμέρισμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
slap, vlak, flat, vlakte, plat, flauw, appartement, gelijk, eender, Apartment, appartementen, appartement met, appartementencomplex

διαμέρισμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
плоско, вялый, категорический, спустившийся, выдохшийся, бесцветный, ровный, однообразный, унылый, бемольный, настильный, грань, банальный, квартира, прямо, снижающий, апартаменты, квартиры, квартире, апартаменты с

διαμέρισμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
plan, flate, slette, jevn, flat, leilighet, værelse, leiligheten, leilighet i

διαμέρισμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
klanglös, jämn, flat, fadd, lägenhet, plan, våning, flack, Lägenheten, och lägenhet

διαμέρισμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
matta, avara, huoneisto, asunto, hengetön, ehdoton, kämppä, tasainen, lattea, tasanko, laakea, huoneistossa, asunnon

διαμέρισμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
jævn, lejlighed, flad, Ferielejlighed, Apartment, lejligheden

διαμέρισμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
matný, mělčina, hladký, plocha, byt, béčko, rovina, mělký, nudný, plochý, mdlý, pokoj, nízko, rovný, komnata, apartmá, apartmán, Apartment, Apartmánový, dům

διαμέρισμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
mielizna, równinny, pokój, płaskownik, stanowczy, nudny, przebicie, równy, matowy, płaski, bemol, równina, gładki, nizina, nudnie, płasko, apartament, mieszkanie, Apartment, apartamentowy, wielomieszkaniowy

διαμέρισμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
homokzátony, egyenletes, lapály, állódíszlet, kereken, lapjával, színfal, sekélyes, lakás, apartman, albérlet, apartmanban, lakást

διαμέρισμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
düz, daire, apartman, dairede, apartment, bir daire

διαμέρισμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
незрозумілий, кімната, плоский, заяложений, занудливий, квартира

διαμέρισμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
apartament, hyrje, Apartamenti, banesa, banesës, apartament të

διαμέρισμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
квартира, апартамент, апартаменти, апартамента, жилище

διαμέρισμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
блюдо, пакой, кватэра

διαμέρισμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lame, otsene, korter, lausik, Apartement, korteri, korteris, korteriomand

διαμέρισμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
stan, pribrojna, ravan, apartman, soba, sprat, zaravan, apartman za, Apartment, Apartmanska

διαμέρισμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
flatlendur, daufur, íbúð, Apartment, Íbúðir, Íbúðin, Hús

διαμέρισμα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
campester

διαμέρισμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
horizontalus, lygus, butas, kambarys, plokščias, plokštuma, lyguma, apartamentai, apartamentuose, butą, buto

διαμέρισμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
plakans, dzīvoklis, līdzens, lēzens, istaba, dzīvoklī, dzīvokli, daudzdzīvokļu, dzīvokļa

διαμέρισμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
стан, станот, апартман, апартмани, станбени

διαμέρισμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
monoton, plat, apartament, apartamentul, cu apartamente, apartament cu, apartament de

διαμέρισμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
apartma, stanovanje, stanovanjsko, apartmaji, Počitniško stanovanje

διαμέρισμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
byt, pokoj, byť, apartmán

Στατιστικά δημοτικότητας: διαμέρισμα

Τυχαίες λέξεις