Noch στα ελληνικά

Μετάφραση: noch, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ήρεμος, ούτε, γαλήνιος, ακόμα, ακίνητος, ωστόσο, ακόμη, αλλά, έχει ακόμα, όμως
Noch στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anpassungsmöglichkeit στα ελληνικά - δυνατότητα, πιθανότητα, ενδεχόμενο, δυνατότητας, δυνατότητα να
  • aspirationen στα ελληνικά - φιλοδοξίες, προσδοκίες, επιδιώξεις, τις φιλοδοξίες, τις προσδοκίες
  • assistierte στα ελληνικά - επικουρούμενη, επικουρούμενο, επικουρείται, υποβοηθούμενη, ενισχυόμενες
  • außengebäude στα ελληνικά - Συνεχόμενο κτίσμα, προσκτίσματα, βοηθητικά κτίσματα, προσκείμενους χώρους, outbuildings
Τυχαίες λέξεις
Noch στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ήρεμος, ούτε, γαλήνιος, ακόμα, ακίνητος, ωστόσο, ακόμη, αλλά, έχει ακόμα, όμως