Λέξη: επιρρίπτω
Σχετικές λέξεις: επιρρίπτω
επιρρίπτω ευθύνες
Μεταφράσεις: επιρρίπτω
επιρρίπτω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ascribe, attributable, blame, heaping, dusted, blames
επιρρίπτω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
atribuir, atribuible, atribuibles, imputable, atribuido, atribuirse
επιρρίπτω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zuzuschreiben, zurückzuführen, zuzurechnen, zurechenbaren, entfallen
επιρρίπτω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
attribuer, imputer, attribuable, attribuables, imputable, imputables, explique
επιρρίπτω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ascrivere, attribuire, attribuibile, attribuibili, imputabile, riconducibile, imputabili
επιρρίπτω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
atribuível, atribuíveis, imputável, imputáveis, atribuído
επιρρίπτω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toe te schrijven, toerekenbaar, te wijten, toerekenbare, toegeschreven
επιρρίπτω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
приписать, приписывать, объясняется, связано, обусловлено, обусловлены, обусловлен
επιρρίπτω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tilskrives, henføres, henført, skyldes, kan tilskrives
επιρρίπτω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hänför, hänförlig, hänförligt, hänförliga, hänföras
επιρρίπτω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kytkeä, liittää, johtuva, johtuvat, johtuu, johtuvista, johtui
επιρρίπτω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
henføres, tilskrives, skyldes, kan henføres, kan tilskrives
επιρρίπτω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
připsat, přisuzovat, přičítat, připadající, přiřaditelné, přičíst, přisoudit
επιρρίπτω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przypisywać, przypisać, przypadający, przyporządkować, związane, wynika
επιρρίπτω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tulajdonítható, felróható, tudható, tulajdoníthatók
επιρρίπτω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
affetmek, dayandırılabilir, atfedilebilir, atfedilebilen, ilişkilendirilebilen, atfedilebilecek
επιρρίπτω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
приписувати, припишіть, приписати, пояснюється, розмовляє, порозумівається
επιρρίπτω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
atribuohet, atribuohen, i atribuohet, i atribuohen, takon
επιρρίπτω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
подлежаща на разпределение, дължащи, дължат, дължи, се дължи
επιρρίπτω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
тлумачыцца
επιρρίπτω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
omistatavad, tingitud, seostatavad, seostatav, omistatav
επιρρίπτω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pripisati, pripisuje, može pripisati, mogu pripisati, pripisiva
επιρρίπτω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
rekja, rekja má, skýrist, sem rekja má, sem rekja
επιρρίπτω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
priskirtinas, priskirtinos, priskirtini, priskirtina, priskiriama
επιρρίπτω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
attiecināma, attiecināmas, attiecināmi, izskaidrojams, attiecināms
επιρρίπτω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
припишуваат, припишат, припишува, припише, се припишува
επιρρίπτω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
atribuite, fi atribuite, atribuibile, imputabile, atribuibil
επιρρίπτω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pripisovat, pripisati, mogoče pripisati, pripišemo, pripiše, pripišejo
επιρρίπτω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pripadajúce, pripadajúca, pripadajúci, pripadajúcej, pripadajúcu
Τυχαίες λέξεις