Λέξη: δήλωση

Σχετικές λέξεις: δήλωση

δήλωση τόκων καταθέσεων, δήλωση μαθημάτων απθ, δήλωση του νόμου 105, δήλωση ε9 2014, δήλωση γάμου στην εφορία, δήλωση φόρου 2014, δήλωση φόρου κληρονομιάς, δήλωση φόρου 2014 pc magazine, δήλωση πληροφοριακών στοιχείων μισθώσεων ακίνητης περιουσίας, δήλωση ημιυπαίθριων στο ε9 2014, υπεύθυνη δήλωση, φορολογική δήλωση, δήλωση 105, δηλωση, δήλωση νόμου 105, υπευθυνη δήλωση, υπεύθυνη δήλωση 105, υπευθυνη δηλωση, φορολογική δήλωση 2013, δήλωση 1599, φορολογική δήλωση 2012, δήλωση ν.1599/86, υπεύθυνη δήλωση ν.1599/86, δήλωση ε9, δήλωση του ν.1599/86, φορολογικη δήλωση

Συνώνυμα: δήλωση

προσφορά, διαταγή, απόπειρα, προσφορά τιμής, κατάσταση, ανακοίνωση, έκθεση, λογαριασμίς, γενικός λογαριασμός, σημασία, ένδειξη, διασάφηση, διακήρυξη, κήρυξη, πρόταση

Μεταφράσεις: δήλωση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
statement, declaration, declaration of, a declaration, a statement
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
atestado, declaración, comunicado, declaración de, estado, afirmación
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abrechnung, aussage, erklärung, äußerung, mitteilung, angabe, behauptung, argument, anweisung, darstellung, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dénonciation, répertoire, énoncé, relevé, déposition, communication, déclaration, constatation, argument, château, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dichiarazione, affermazione, economico, istruzione, dichiarazioni
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estabelecer, indicação, argumentação, estado, depoimento, exprimir, afirmação, declaração, instrução
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
betuiging, declaratie, argument, uitspraak, aangifte, verklaring, statement, verliesrekening, verklaring van
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сообщение, заявление, таблица, изложение, довод, суждение, ведомость, высказывание, констатация, спецификация, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
erklæring, uttalelse, statement, utsagnet, uttalelsen
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
uttalande, meddelandet, meddelande, förklaring, uttalandet
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
käsky, näyttö, määräys, selvitys, lausunto, perustelu, kirjelmä, julkilausuma, julkilausuman, esitetyt
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
opgivelse, erklæring, redegørelse, opgørelse, oversigten, resultatopgørelsen
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
výkaz, sdělení, výpis, výrok, referát, výpověď, tvrzení, prohlášení, přehled, Podejte si, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wypowiedź, obwieszczenie, instrukcja, dyrektywa, wyciąg, wykaz, twierdzenie, oświadczenie, zeznanie, stwierdzenie, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vallomás, állítás, kijelentés, megállapítás, nyilatkozat, nyilatkozatot
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ifade, demeç, ilkesi, bildirimi, deyimi, bilgilerin korunması
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
затвердження, формулювання, заява, заяву, заяви
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
formulim, deklaratë, deklarata, deklarata e, deklaratë e
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
излагане, отчет, изявление, декларация, декларация за, твърдение
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
палац, маленький, заяву, заява
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lausung, avaldus, seisukohavõtt, avaldust, avaldusega, kinnitus, aruanne
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
očitovanje, stavak, iskaz, izjava, izjavu, i gubitka, tvrdnja, izvješće
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
yfirlýsingu, yfirlýsing, staðhæfing, greinargerð, yfirlit
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pareiškimas, argumentas, ataskaita, pareiškimą, teiginys
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
arguments, paziņojums, apgalvojums, deklarācija, paziņojumu, pārskats
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
изјава, изјавата, соопштение, соопштението, успех
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
declarație, Declarație de, declaratie, motto, afirmație
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
izjava, izkaz, izjavo, izjava o
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
povel, vyhlásenie, vyhlásenia, vyhlásení, prehlásenie, vyhlásením

Στατιστικά δημοτικότητας: δήλωση

Τυχαίες λέξεις