Ordnungsmäßig στα ελληνικά
Μετάφραση: ordnungsmäßig, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δεόντως, κατάλληλα, είναι δεόντως, δέουσα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ausgeschaltet στα ελληνικά - μακριά, μακριά από, από, εκτός, off
- bauweise στα ελληνικά - κατασκευή, ανέγερση, αρχιτεκτονική, μέθοδος, μέθοδο, μεθόδου, μέθοδο που, ...
- brust στα ελληνικά - στήθος, μαστού, του μαστού, στήθους, μητρικό
- deeskalation στα ελληνικά - αποκλιμάκωσης, αποκλιμάκωση, την αποκλιμάκωση, αποκλιμάκωση που, της αποκλιμάκωσης
Τυχαίες λέξεις
Ordnungsmäßig στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δεόντως, κατάλληλα, είναι δεόντως, δέουσα
Μεταφράσεις: δεόντως, κατάλληλα, είναι δεόντως, δέουσα