Καπατσοσύνη στα αγγλικά

Μετάφραση: καπατσοσύνη, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
shrewdness, gumption, astuteness, resourcefulness
Καπατσοσύνη στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: καπατσοσύνη

gumption
  • καπατσοσύνη
  • σύνεση
  • οξύνεια
  • μυαλό
astuteness
  • οξύνοια
  • καπατσοσύνη
  • αγχίνεια

Σχετικές λέξεις: καπατσοσύνη

καπατσοσύνη λεξικό γλώσσας αγγλικά, καπατσοσύνη στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • καπέλο στα αγγλικά - hat, cap, cowboy hat, a hat
  • καπαρώνω στα αγγλικά - book, bespeak
  • καπετάνιος στα αγγλικά - captain, skipper, captain of, a captain
  • καπιταλισμός στα αγγλικά - capitalism, capitalism is, capitalism has, of capitalism
Τυχαίες λέξεις
Καπατσοσύνη στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: shrewdness, gumption, astuteness, resourcefulness