Periodisch στα ελληνικά
Μετάφραση: periodisch, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιοδικά, περιοδικώς, περιοδική, τακτά χρονικά διαστήματα, κατά περιόδους
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- astrologische στα ελληνικά - αστρολογικές, αστρολογικό, αστρολογικά, αστρολογικών, αστρολογική
- bevorratung στα ελληνικά - αποθήκευσης, της αποθήκευσης, δημιουργία αποθεμάτων, εναποθήκευσης, αποθηκεύσεως
Τυχαίες λέξεις
Periodisch στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιοδικά, περιοδικώς, περιοδική, τακτά χρονικά διαστήματα, κατά περιόδους
Μεταφράσεις: περιοδικά, περιοδικώς, περιοδική, τακτά χρονικά διαστήματα, κατά περιόδους