Λέξη: δήμευση

Σχετικές λέξεις: δήμευση

δήμευση περιουσιακών στοιχείων, δήμευση καταθέσεων, δήμευση ακινήτου, δήμευση περιουσιών για φοροδιαφυγή, δήμευση λεξικό, δήμευση περιουσιών, δήμευση αγγλικά, δήμευση wiki, δήμευση περιουσίας, δήμευση σύνταγμα

Μεταφράσεις: δήμευση

δήμευση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
confiscation, forfeiture, confiscate, confiscating, seizure

δήμευση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
confiscación, decomiso, la confiscación, de decomiso, incautación

δήμευση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
konfiszierung, Beschlagnahme, Beschlagnahmung, Konfiskation, Einziehung

δήμευση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
saisie, confiscation, la confiscation, de confiscation, confiscations

δήμευση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
confisca, sequestro, la confisca, di confisca, confische

δήμευση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
confisco, confiscação, perda, de perda, apreensão

δήμευση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
confiscatie, verbeurdverklaring, inbeslagname, inbeslagneming, de confiscatie

δήμευση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
изъятие, реквизиция, конфискация, конфискации, конфискацию, конфискацией

δήμευση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
inndragning, konfiskering, beslag, konfiskasjon, beslagleggelse

δήμευση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
beslag, förverkande, konfiskering, konfiskation, om förverkande, konfiskeras

δήμευση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
takavarikko, takavarikointi, menetetyksi tuomitsemista, menetetyksi tuomitsemisesta, takavarikointia, menetetyksi tuomitseminen

δήμευση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
konfiskation, beslaglæggelse, konfiskering, beslaglægges, konfiskationen

δήμευση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
konfiskace, zabavení, konfiskaci, propadnutí, ke konfiskaci

δήμευση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
konfiskowanie, konfiskata, konfiskaty, konfiskacie, konfiskatę, przepadkowi

δήμευση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elkobzás, elkobzása, elkobzási, elkobzását, elkobzására

δήμευση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
haciz, müsadere, el koyma, müsaderesi, toplatma

δήμευση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
конфіскація, конфіскацію

δήμευση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
konfiskim, konfiskimi, konfiskimin, konfiskimit, konfiskimi i

δήμευση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
конфискация, конфискацията, конфискуване, отнемане

δήμευση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
канфіскацыя, дрэве, канфіскацыі

δήμευση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
võõrandamine, konfiskeerimine, konfiskeerimise, konfiskeerimist, konfiskeerimisotsuse, konfiskeerimisotsus

δήμευση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zapljena, konfiskacija, zaplijena, oduzimanje, za oduzimanje

δήμευση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
upptöku, upptökuákvörðun, eignaupptöku, upptökuákvörðun er, að upptökuákvörðun

δήμευση στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
ereptio

δήμευση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
konfiskavimas, konfiskavimo, konfiskuoti, konfiskavimą, konfiskacija

δήμευση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
konfiskācija, konfiskācijas, konfiskāciju, konfiscēt

δήμευση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
конфискација, конфискацијата, одземање, конфискување, одземањето

δήμευση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
confiscare, confiscarea, de confiscare, confiscării, confiscări

δήμευση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zaplemba, zaplembi, zaplembo, zaplembe, o zaplembi

δήμευση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zabavení, konfiškácia, konfiškácie, konfiškáciu, zhabanie, zhabania
Τυχαίες λέξεις