Produzieren στα ελληνικά

Μετάφραση: produzieren, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατασκευάζω, δημιουργώ, κάνω, παράγω, προσκομίζω, εξαναγκάζω, φτιάχνω, παράγουν, παραγωγή, την παραγωγή, παράγει, παραχθεί
Produzieren στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • adelsstände στα ελληνικά - Adel, Αντέλ, του Adel, Ο Adel, τον Adel
  • angeraten στα ελληνικά - ενημέρωσε, συνιστάται, συμβουλεύονται, συμβούλευσε, ενημερώνονται
  • aufschwung στα ελληνικά - αύξηση, κορυφή, κορυφώνω, σηκώνω, άνοδος, υψώνω, ανθίζω, ...
  • auslegend στα ελληνικά - εξηγητικός, expository, επεξηγηματικό, επεξηγηματική, εκθετικού
Τυχαίες λέξεις
Produzieren στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατασκευάζω, δημιουργώ, κάνω, παράγω, προσκομίζω, εξαναγκάζω, φτιάχνω, παράγουν, παραγωγή, την παραγωγή, παράγει, παραχθεί