Λέξη: εμπριμέ
Σχετικές λέξεις: εμπριμέ
εμπριμέ παντελόνες, εμπριμέ παντελόνα, εμπριμέ κολάν, εμπριμέ πουκάμισα, παντελόνια εμπριμέ, εμπριμέ υφάσματα, εμπριμέ φορέματα
Συνώνυμα: εμπριμέ
κρετόν, ύφασμα για κουρτίνες
Μεταφράσεις: εμπριμέ
εμπριμέ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
print, chintz, printed fabric, printed, prints, patterned
εμπριμέ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
estampar, imprimir, prueba, grabado, zaraza, cretona, chintz, la zaraza, de cretona
εμπριμέ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
druck, abdruck, ausdrucken, fotoabzug, Chintz, Kitsch, Kattun, Zitz
εμπριμέ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
presse, imprimons, décalque, imprimez, estampe, tirage, image, gravure, copie, ouvrage, marque, publier, tirer, épreuve, imprimer, impriment, chintz, perse, de chintz, en chintz, jour chintz
εμπριμέ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
stampo, imprimere, carattere, stampare, orma, copia, chintz, del chintz, di chintz, cinz, il chintz
εμπριμέ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cópia, imprimir, estampar, princípio, chintz, chita, de chintz, de chita, algodão florido
εμπριμέ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afdruk, boekdrukken, afdrukken, printen, sits, chintz, sitsen, chintzgordijnen zetten
εμπριμέ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
шрифт, пропечатать, эстамп, оттиск, печатание, напечатать, печатать, отпечатывать, след, оттискивать, выбойка, отпечатать, гравировка, печать, гравюра, отпечаток, ситец, ситца, ситцем, ситцевая, ситцевое
εμπριμέ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
trykke, chintz
εμπριμέ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tryck, trycka, chintz
εμπριμέ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
painaa, painettu, jälki, sintsi, chintz
εμπριμέ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
aftryk, trykke, chintz
εμπριμέ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
uveřejnit, razidlo, reprodukce, obrázek, vtlačit, výtisk, stopa, potisknout, vytisknout, tisknout, otisk, vtisknout, tisk, kopie, otisknout, chintz, kartoun
εμπριμέ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wydrukowanie, perkal, drukować, wydrukować, drukowanie, odcisk, dzieło, druk, odbitka, tekst, kopia, sztych, wytłaczać, czcionka, opublikować, rycina, chintz, perkalu lecz, perkalik
εμπριμέ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
festett vászon, a festett vászon
εμπριμέ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
basmak, basma, chintz, perdelik kumaş, çinz, de basma
εμπριμέ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
чепурити, ситець, ситец
εμπριμέ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
damask
εμπριμέ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
chintz
εμπριμέ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
цягнуць, паркаль, перкаль
εμπριμέ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
gravüür, trükis, printima, Sintti, Chintz
εμπριμέ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
reprodukcija, tiskati, ispisati, tisku, otisnuti, kopija, odštampaj, utisnuti, štampa, trag, ispiše, cicani, cica
εμπριμέ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
prenta, letur, chintz
εμπριμέ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
spausdinti, kartūnas, Perkal, Perkalik, Medvilnės baldų medžiagos, Medvilnės baldų
εμπριμέ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nospiedums, drukāt, iespiest, kokvilnas mēbeļu drāna
εμπριμέ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
chintz
εμπριμέ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
creton, chintz, de creton
εμπριμέ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
natisniti, tiskati, tisk, Cicani
εμπριμέ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tla, písanie, fotografie, chintz, Leather