Schmücken στα ελληνικά
Μετάφραση: schmücken, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοσμώ, καλλωπίζω, λουσάρω, στολίζω, διακοσμώ, διακοσμούν, διακοσμήσετε, διακοσμήσει, κοσμούν, στολίζουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- angezweifelt στα ελληνικά - αμφέβαλε, αμφέβαλλε, αμφιβολίες, αμφισβήτησε, αμφισβητηθεί
- ausgereiftheit στα ελληνικά - ώριμη, ώριμο, ώριμος, ώριμα, ώριμης
- bandbreite στα ελληνικά - φάσμα, εύρος ζώνης, το εύρος ζώνης, εύρους ζώνης, bandwidth, εύρος
- beeindruckte στα ελληνικά - εντυπωσίασε, εντυπωσιασμένος, εντυπωσιασμένοι, εντυπωσιάστηκα, εντυπωσιαστεί
Τυχαίες λέξεις
Schmücken στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοσμώ, καλλωπίζω, λουσάρω, στολίζω, διακοσμώ, διακοσμούν, διακοσμήσετε, διακοσμήσει, κοσμούν, στολίζουν
Μεταφράσεις: κοσμώ, καλλωπίζω, λουσάρω, στολίζω, διακοσμώ, διακοσμούν, διακοσμήσετε, διακοσμήσει, κοσμούν, στολίζουν