Λέξη: διάλυμα

Σχετικές λέξεις: διάλυμα

διάλυμα χλωρεξιδίνης, διάλυμα φαινολοφθαλεΐνης, διάλυμα μινοξιδίλης, διάλυμα υπεροξειδίου του υδρογόνου, διάλυμα agno3, διάλυμα minoxidil, διάλυμα ηλεκτρολυτών, διάλυμα βορικού οξέος, διάλυμα lugol, διάλυμα πρόπολης

Συνώνυμα: διάλυμα

διαλυτό, λύση, επίλυση, διάλυση

Μεταφράσεις: διάλυμα

διάλυμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
solution, solution of, solution was, a solution, solution is

διάλυμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
disolución, desenlace, disociación, solución, solución de, la solución, una solución

διάλυμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lösung, auflösung, lösungskonzept, Lösung, Lösungs

διάλυμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
solution, résolution, dissolution, une solution, la solution, solution de, solutions

διάλυμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
soluzione, dissoluzione, soluzione di, soluzioni, la soluzione, una soluzione

διάλυμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
solução, solução de, solu�o, uma solução, soluções

διάλυμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
oplossing, oplossing te, oplossing voor, oplossing van

διάλυμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
марганцовка, разгадка, растворение, разрешение, раствор, объяснение, распускание, отгадка, состав, исход, решение, решением, решения, раствора

διάλυμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
løsning, oppløsning, løsningen, oppløsningen

διάλυμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lösning, lösningen

διάλυμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ratkaisu, vastaus, liuos, liuosta, ratkaisun, liuokseen

διάλυμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
opløsning, løsning, opløsningen, løsningen

διάλυμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
roztok, rozpouštění, rozřešení, rozluštění, rozpuštění, řešení, řešením, roztoku

διάλυμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozwiązanie, rozczyn, usunięcie, rozpuszczenie, roztwór, rozwiązaniem, roztworu, rozwiązania

διάλυμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
oldás, feloldás, megfejtés, megoldás, oldatot, oldat, megoldást, oldattal

διάλυμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çözüm, eriyik, çözelti, çözümü, solüsyon, çözümdür

διάλυμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дозвіл, розпускання, пояснення, розв'язання, рішення, вирішення

διάλυμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zgjidhje, zgjidhja, zgjidhje e, zgjidhje të, zgjidhja e

διάλυμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разтвор, решение, разтвор на, разтвора

διάλυμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рашэнне, рашэньне, вырашэнне

διάλυμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lahus, lahendus, lahust, lahuse, lahenduse

διάλυμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rješenje, solucija, rješavanje, otopina, rješenja, otopinu, otopine

διάλυμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lausn, lausnin, lausnina, lausninni

διάλυμα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
solutio

διάλυμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sprendimas, tirpalas, tirpalo, sprendimą, sprendimo

διάλυμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
šķīdums, risinājums, risinājumu, šķīdumu

διάλυμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
решение, раствор, решението, решение за, решенија

διάλυμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
soluţie, soluție, soluție de, solutie, soluții, soluția

διάλυμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
rešitev, raztopina, raztopino, raztopine, rešitve

διάλυμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
riešenie, roztok, riešenia, riešení, riešeniu, krízového

Στατιστικά δημοτικότητας: διάλυμα

Τυχαίες λέξεις